Ό,τι 'ξέβρασε το κύμα
'σ'έναν τάφο,'σ'ένα μνήμα,
παίρνοντας 'ξανά το βήμα
'σε ζωή γεμάτη κρίμα..
Ωραία τέτοια πού 'ν' η κόρη,
όμορφος πολύ κι'ο νιος,
από το κάστρο σα Θεός
τον 'φάρδυνε κ'επεθεώρει.
Ποτέ δεν ήσουν,τελικά,εκείνη
μα κι',εγώ,δεν σου 'πληρούσα φόντα,
τριγυρίζοντας(και ό,τι απομείνη..)
'δώθε-'κείθε για στυλάτη τσόντα.
'Σε αστικόν η χώρα 'θεμελιωμένη μύθο.
Με τροχήλατα για τους κουμπάρους και τις συμπεθέρες.
Με σισύφεια προσπάθεια,'σε Δανα'ί'δων πίθο,
τη μανδήλα ρίπτοντας,γεμάτη χρώμα,'στους ακύμαντους αιθέρες.
Με ταμπλέττα ο παππούς,
απελπισμένος για γυναίκα,
μες 'στο πλοίο της Αργούς,
τις μπίλιες ρίχνοντας με στέκα.
Με Ιεχωβάδες(μία κλίκα)'στη Σκοπιά,
χορεύοντας με Βραζιλιάνα τσιφτετέλι,
άγκυρα κατέρριψα με άρωμα 'στη Τζια,
ερωτευμένα ζεύγη βλέποντας με βέλη.
Έπι χάρτου σχέδια πολλά
με τη μελάνη για χρυσάφι,
φθάνοντας ως την Ανάφη
δίχως νου,ψυχή,καρδιά.
Έκανες και δικαστήρια.
Περίμενα ορθά κριτήρια.
Για να μου 'πης,αλήθεια,πως για πάντοτε με αγαπάς.
Και άλλον θα χωρίσης δίχως πώς ποτέ να μη 'ρωτάς.
'Κουράστηκα με δικαστήρια.
Προσέμενα διαπιστευτήρια.
Παρέα με το νόμο έπαιζες κι'εγώ με χάρη
τις ψυχές σκυλεύοντας κι'οι δυο με ζάρι.
Ήρθες μόνη 'στο χωριό.
Δεν έτρεφα πολλές ελπίδες.
Μόνη 'σε μια τερατούπολη.
Με φίλους.Έγινες και βίδες.
'Σ'ένα κομμωτήριο φθηνό.
Για λούνα παρκ και παιχνιδούπολη.
Τι τραγικό,περίπου..!
'Ψήθηκε ο νους πολύ 'στο κρύο.
'ρίμασε με θέα το Σαρωνικό.
Βαρκάρης ν'αγοράζη το μνημείο.
Την Αλίκη ψάχνοντας 'στο Ναυτικό.
Σου αγόραζα κυλόττες,
μου μοσχοπουλούσες στρινγκ.
Τα πάντα έγιναν σα ρινγκ.
Δεσπόζοντας με νότες.
Χάσε βάρος περιττό.
Λιπόσαρκη σε είδα.
Βάψου κι'έλα 'στο χωριό.
Με μπότοξ ή ρυτίδα.
Άρχισες 'ξανά τη δίαιτα
και 'γράφθηκες 'σε γυμναστήριο,
σπουδάζοντας να 'βρης τον κύριο
που θα σε πάρη λιτοδίαιτα..
Ήσουνα μια όρκα.
Ήμουνα καχεκτικός.
Γκαρθία Λόρκα.
Ήταν ένας μου θεός.
Με 'γνώρισες 'στα Λ.Ο.Κ.
'Φορούσες και μπρελόκ.
Εντόπια,με στιλ βλαχομπαρόκ
και Αλβανίς,'ντυμένη,τώρα,ροκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου