Συρόμενη κραυγή ως την ημέρα
π'ουρανίηθε θα 'δω αόρατη τη χέρα
μέσα μου ν'απλώνεται σα δίχτυ
και γοργόπτερα με πόδια,στιβαρά,
ενέργεια να μου χαρίζη και καρδιά
που θα με κάνη κόσμου μπήχτη.
Πνοή θανάτου
με πουτάνες και ουίσκυ
(όπως έστρωσε και 'βρίσκει..)'
μια ζωή φευγάτου
τύπου,'στα ξενύχτια και την ασωτί',
αναστενάζοντας από την ακηδία.
Προς τις αρχές διέταζε απείθεια,
'στο τζάμπα έμαθε ν'ανοίγη,τώρα,το μπουκάλι
βότκας με σφηνάκια με τα ψιμύθια
που εμπλουτίζ'η ανανεωμένη κοριτσοπαρέα του
τη μίζερη ζωή του αχθοφόρου αγοράς
γευόμενος 'στα όρια μιας απολύτου μοναξιάς
συνεθιζόμενος 'στο μαύρο και τα μαύρα του,φοροφυγάς
πασίγνωστος,με τ'άσχημα και τα ωραία του,
απλώς για έμπνευση και φαντασία,για κεφάλι..
Γλυκανάλατες περιελίξεις
με τις λέξεις 'κολασμένες
'βγαίνοντας από συμπτύξεις
αθε'ί'ας('πληγωμένες).
'Ξεχασμένα νώτα
'σ'έρημες βραδιές
διαφύλαξε και 'χθές
που 'φόρεσες καπότα.
Εσωτερίκευσε το φως
που δέχεσαι κατά ριπάς
αγνοία μα δυνάμει,πώς
χωρίς μηδέποτε να Τον 'ρωτάς.
Γλέντι'ατέλειωτα και φλογερά περί χαράς
και μ'έρωτος 'ξανά φτερούγισμα και χάδι
'στα τυφλά,εδώθε,πορευόμενος,μες 'στο σκοτάδι
το απόλυτο για χείλη και για 'μάτια τέτοια νεαράς.
Χαρίζοντας εν ου παικτοίς
το λόγο κάθε χαραυγής
και ολονέν και νέο κάθε βράδυ
με μιαν πετονιά ή με το παραγάδι.
Προσκεφάλι τότε μου σε είχα,
'γέμιζες το πορτοφόλι
και κατεκυρίευες τα πάντα.
Ήσουνα το περιβόλι
κρύβοντας που έβαλα το βήχα
'στην καρδιά μου,ακριβή μπαλάντα.
Ζαντολάστιχα με τέχνη
(μόλο που βρωμά και ζέχνει..).
Με μπρανντ-νιου αμορτισέρ,
ζητώντας τον Αόρατο(σουτέρ..).
Με ασήμαντους που διανυκτέρευσες,
μες 'στις πληροφορίες που διέρρευσες,
'στις ομορφιές σου,τώρα,σε πολιορκούσα,
ράκος,πια και 'στ'όνειρό μου σε 'ποθούσ'
αλλά σκουπίδι μ'έκανες σωστό και άσε
(σάπια λόγια-ψεύδη),τροβαδούρε μπάσε..
Παρωνυμίας το απόστημα
κατέβρεξε τα χείλη του βυθού
που έβλεπε 'στο φως του συνειρμού
τον κτύπο της καρδιάς μου τόσο νόστιμα.
Ψευδολόγος-μωρολόγος,
ταπεινός εκδικητής Αγίων.
'Στ'όραμ' ''Αγαπώντας τον πλησίον.''
'πόθησεν.Ο γυρολόγος.
Διάκενο και πρόσεχε πολύ να μην πατήσης
μπανανόφλουδες και σεσηπότα μήλ'από τους εγγραμμάτους.
Ζήσε πάλιν εκ του μηδενός και αυθορμήτως,
ανηδόνως όπου σ'έταξεν ο Κύριος να περπατήσης'
'σε ακάνθους και με φύλλα ροδαλά,'σε βάτους
εκτυλίσσοντας φλεγόμενες(μιας Αριάδνης Μίτος).
Αστείρευτες οι αναμνήσεις.
Έκλεισαν κεφάλαιο ζωής.
Από τα δώματα της ενοχής.
Υστάτης,τελικής μου λύσης.
'Σ'Έσχατα ο νους βυθίζεται
τα όνειρα μεθερμηνεύει
πάσχοντας και ηδονίζεται
με θέα που και σαγηνεύει.
Φυγής εκκρίσεις
νιότης αφηγήσεις
'σ'έρωτος αφ'υψηλού περιπαθούς
σκανδάλη μες 'στα όρια του ειδεχθούς.
Οικείοι λογισμοί ευθυβολίας,
με τυφέκιον και οπλοπολυβόλο,
να δεσμεύουν μία Γη Επαγγελίας,
κοσμοκαλογήρου διαμορφώνοντας το σόλο.
Άψυχα κουφάρια
παίζοντας 'στα ζάρια
τύχη χώρας και λαού.
Σμιλεύοντας τη μαργαρίτα
εγχαράσσοντας την αλφαβήτα
'σ'ένα φέγγος δειλινού.
Ετερόφωτον το Σέλας.
Καψερός ο Πόλος.
'Στο απόγειο μιας τρέλας.
Λάρισα και Βόλος.
Ερωτιδεύς πυγμή
'παρμένη με ορμή
από τα χείλη Ευρυζωνικής
τηλεοράσεως της παρακμής.
Γλυκομίλητος πνοιή
το νου σου χαιδεύει
απαλά ως το πρωί
αλλά και σε παιδεύει.
Μιμητισμού κρατίδιο,
συνθετικές μπαρούφες
καίγοντας τις τούφες
των μαλλιών με το πορνίδιο.
Επαίτης 'στη ζωή σου
και ζηλόφθων,πλέον,μέχρι το μεδούλι,
ακροώμενος φωνής σου
κι'έστησα να σε κοιτάζω καραούλι.
'Στου ονείρου τα στενά
θα έρχομαι κοντά σου,
πέφτοντας 'στα μαλακά,
δραπέτης,'στην καρδιά σου.
Όλο λόγια,υποσχέσεις
και γεμάτη αντιθέσεις,
αντιφατική και 'πλανεμένη
για το νέο που θα περιμένη..
Διάλεξε
Με τη μαμά για το σχολείο
('ντύσου διότι κάνει κρύο).
Με μπαμπά μες 'στο βουστάσιο
για τη Μελίνα ή τον Αναστάσιο.
Παρόμοια και άλλα
Ικανός για να εκφράση
πάθη έρωτος και άλγεα πολλά
χωρίς ποτέ να ησυχάση
μ'έννοιες και λέξεις τόσον ηχηρά.
Βαρύγδουπες εκφράσεις
μη 'μπορώντας να 'ξεχάσης
και ν'απαλλαγής οριστικά,
τελεσιδίκως(μοναξιά).
Πνεύμονα γραφής πρασίνου
νεκρικής σιγής πυκνότατης ωκεανού
ακύμαντου με σπόρο κρίνου
ταξιδεύοντας 'σε κοινωνία φαντασιακού.
'Πυρωμένα βέλη 'στον ατμό.
Ατθίδες φευγαλέες αύρες,
'γινωμένες με τις σαύρες
αναμένοντας κατάλληλο καιρό.
Επ'ελπίδι,δίχως πλοηγό,
'σε μια ζωή γεμάτη ευταξία
λόγου ερευνώντας τα μνημεία
με συνταξιούχο 'στο πλευρό.
Αλητεύοντας για 'μάτια ξένα
πού 'χαν διεκδικητές ονείρων
για μιας μπλόφας το παιχνίδι που ο Πύρρων
'βρήκε το διδάσκαλο 'χαριτωμένα.
Πυρ χθονός πατρώας
'ξαφνικά 'παρμένο με τα 'μάτια
'σ'έρημου αθώας
κορασίδος πού 'χτιζε παλάτια.
'Σ'ένα σώμα όλο ενοχή
ανεπαγγέλτως για ζωή
πηγαία και αυθόρμητη εκεί
που τελειώνουν ουρανός και γη.
Λύσατε ζυγούς.
Μη μου τους κύκλους,τώρα,πλέον,τάραττε.
Ζητώντας τους Θεούς
μοντέρνων επωδών.Επικατάρατε.
'Ζήλευσα την πλάσ'.
Εικόνα του κοσμοειδώλου
αυτοφώτως θεωρώντας
και πολύ αγανακτώντας
πρόχειρα,με βιάση
για ενότητα του όλου.
Σούργελα και ιαχές,
υπενθυμίζοντας το 'χθές
και κλείνοντας 'στα βάθη των ερήμων
δόξα κι'έρωτα Ημέρας των Αζύμων.
'Στο βάθος οι Σειρήνες.
Πρόσεχε πολύ τους Μήνες.
Άλλος Οδυσσέας γίνε
και 'στην Ιστορία μείνε.
'Χάραξα πληγή
'στο σώμα και με σημαδεύει
μ'εύπεπτη ζωή
που κυβερνά και σαγηνεύει.
Αγαπώντας τη γενειάδα
'στην ανήκουστη Ελλάδα
(πράξεως το δράμ'αυτό μου τελευταίο
'σ'ένα τρίγωνο συμμετρικά ωραίο).
Ενεργήσου,στρεψοδίκει και ξεκόλλα.
Φύσεως οι τόσες αναμνήσεις
'σε γυράδικο με καραμπόλα
η ζωή 'μικρή και οι κρατήσεις.
Δέσμευσε το πάθος 'στην πνοή.
Ταχύρρυθμα 'σε μουσικούς λειμώνες
κάνε τα μαθήματα για τη ζωή
ποθώντας άνοιξη να φέρης 'στους αιώνες.
π'ουρανίηθε θα 'δω αόρατη τη χέρα
μέσα μου ν'απλώνεται σα δίχτυ
και γοργόπτερα με πόδια,στιβαρά,
ενέργεια να μου χαρίζη και καρδιά
που θα με κάνη κόσμου μπήχτη.
Πνοή θανάτου
με πουτάνες και ουίσκυ
(όπως έστρωσε και 'βρίσκει..)'
μια ζωή φευγάτου
τύπου,'στα ξενύχτια και την ασωτί',
αναστενάζοντας από την ακηδία.
Προς τις αρχές διέταζε απείθεια,
'στο τζάμπα έμαθε ν'ανοίγη,τώρα,το μπουκάλι
βότκας με σφηνάκια με τα ψιμύθια
που εμπλουτίζ'η ανανεωμένη κοριτσοπαρέα του
τη μίζερη ζωή του αχθοφόρου αγοράς
γευόμενος 'στα όρια μιας απολύτου μοναξιάς
συνεθιζόμενος 'στο μαύρο και τα μαύρα του,φοροφυγάς
πασίγνωστος,με τ'άσχημα και τα ωραία του,
απλώς για έμπνευση και φαντασία,για κεφάλι..
Γλυκανάλατες περιελίξεις
με τις λέξεις 'κολασμένες
'βγαίνοντας από συμπτύξεις
αθε'ί'ας('πληγωμένες).
'Ξεχασμένα νώτα
'σ'έρημες βραδιές
διαφύλαξε και 'χθές
που 'φόρεσες καπότα.
Εσωτερίκευσε το φως
που δέχεσαι κατά ριπάς
αγνοία μα δυνάμει,πώς
χωρίς μηδέποτε να Τον 'ρωτάς.
Γλέντι'ατέλειωτα και φλογερά περί χαράς
και μ'έρωτος 'ξανά φτερούγισμα και χάδι
'στα τυφλά,εδώθε,πορευόμενος,μες 'στο σκοτάδι
το απόλυτο για χείλη και για 'μάτια τέτοια νεαράς.
Χαρίζοντας εν ου παικτοίς
το λόγο κάθε χαραυγής
και ολονέν και νέο κάθε βράδυ
με μιαν πετονιά ή με το παραγάδι.
Προσκεφάλι τότε μου σε είχα,
'γέμιζες το πορτοφόλι
και κατεκυρίευες τα πάντα.
Ήσουνα το περιβόλι
κρύβοντας που έβαλα το βήχα
'στην καρδιά μου,ακριβή μπαλάντα.
Ζαντολάστιχα με τέχνη
(μόλο που βρωμά και ζέχνει..).
Με μπρανντ-νιου αμορτισέρ,
ζητώντας τον Αόρατο(σουτέρ..).
Με ασήμαντους που διανυκτέρευσες,
μες 'στις πληροφορίες που διέρρευσες,
'στις ομορφιές σου,τώρα,σε πολιορκούσα,
ράκος,πια και 'στ'όνειρό μου σε 'ποθούσ'
αλλά σκουπίδι μ'έκανες σωστό και άσε
(σάπια λόγια-ψεύδη),τροβαδούρε μπάσε..
Παρωνυμίας το απόστημα
κατέβρεξε τα χείλη του βυθού
που έβλεπε 'στο φως του συνειρμού
τον κτύπο της καρδιάς μου τόσο νόστιμα.
Ψευδολόγος-μωρολόγος,
ταπεινός εκδικητής Αγίων.
'Στ'όραμ' ''Αγαπώντας τον πλησίον.''
'πόθησεν.Ο γυρολόγος.
Διάκενο και πρόσεχε πολύ να μην πατήσης
μπανανόφλουδες και σεσηπότα μήλ'από τους εγγραμμάτους.
Ζήσε πάλιν εκ του μηδενός και αυθορμήτως,
ανηδόνως όπου σ'έταξεν ο Κύριος να περπατήσης'
'σε ακάνθους και με φύλλα ροδαλά,'σε βάτους
εκτυλίσσοντας φλεγόμενες(μιας Αριάδνης Μίτος).
Αστείρευτες οι αναμνήσεις.
Έκλεισαν κεφάλαιο ζωής.
Από τα δώματα της ενοχής.
Υστάτης,τελικής μου λύσης.
'Σ'Έσχατα ο νους βυθίζεται
τα όνειρα μεθερμηνεύει
πάσχοντας και ηδονίζεται
με θέα που και σαγηνεύει.
Φυγής εκκρίσεις
νιότης αφηγήσεις
'σ'έρωτος αφ'υψηλού περιπαθούς
σκανδάλη μες 'στα όρια του ειδεχθούς.
Οικείοι λογισμοί ευθυβολίας,
με τυφέκιον και οπλοπολυβόλο,
να δεσμεύουν μία Γη Επαγγελίας,
κοσμοκαλογήρου διαμορφώνοντας το σόλο.
Άψυχα κουφάρια
παίζοντας 'στα ζάρια
τύχη χώρας και λαού.
Σμιλεύοντας τη μαργαρίτα
εγχαράσσοντας την αλφαβήτα
'σ'ένα φέγγος δειλινού.
Ετερόφωτον το Σέλας.
Καψερός ο Πόλος.
'Στο απόγειο μιας τρέλας.
Λάρισα και Βόλος.
Ερωτιδεύς πυγμή
'παρμένη με ορμή
από τα χείλη Ευρυζωνικής
τηλεοράσεως της παρακμής.
Γλυκομίλητος πνοιή
το νου σου χαιδεύει
απαλά ως το πρωί
αλλά και σε παιδεύει.
Μιμητισμού κρατίδιο,
συνθετικές μπαρούφες
καίγοντας τις τούφες
των μαλλιών με το πορνίδιο.
Επαίτης 'στη ζωή σου
και ζηλόφθων,πλέον,μέχρι το μεδούλι,
ακροώμενος φωνής σου
κι'έστησα να σε κοιτάζω καραούλι.
'Στου ονείρου τα στενά
θα έρχομαι κοντά σου,
πέφτοντας 'στα μαλακά,
δραπέτης,'στην καρδιά σου.
Όλο λόγια,υποσχέσεις
και γεμάτη αντιθέσεις,
αντιφατική και 'πλανεμένη
για το νέο που θα περιμένη..
Διάλεξε
Με τη μαμά για το σχολείο
('ντύσου διότι κάνει κρύο).
Με μπαμπά μες 'στο βουστάσιο
για τη Μελίνα ή τον Αναστάσιο.
Παρόμοια και άλλα
Ικανός για να εκφράση
πάθη έρωτος και άλγεα πολλά
χωρίς ποτέ να ησυχάση
μ'έννοιες και λέξεις τόσον ηχηρά.
Βαρύγδουπες εκφράσεις
μη 'μπορώντας να 'ξεχάσης
και ν'απαλλαγής οριστικά,
τελεσιδίκως(μοναξιά).
Πνεύμονα γραφής πρασίνου
νεκρικής σιγής πυκνότατης ωκεανού
ακύμαντου με σπόρο κρίνου
ταξιδεύοντας 'σε κοινωνία φαντασιακού.
'Πυρωμένα βέλη 'στον ατμό.
Ατθίδες φευγαλέες αύρες,
'γινωμένες με τις σαύρες
αναμένοντας κατάλληλο καιρό.
Επ'ελπίδι,δίχως πλοηγό,
'σε μια ζωή γεμάτη ευταξία
λόγου ερευνώντας τα μνημεία
με συνταξιούχο 'στο πλευρό.
Αλητεύοντας για 'μάτια ξένα
πού 'χαν διεκδικητές ονείρων
για μιας μπλόφας το παιχνίδι που ο Πύρρων
'βρήκε το διδάσκαλο 'χαριτωμένα.
Πυρ χθονός πατρώας
'ξαφνικά 'παρμένο με τα 'μάτια
'σ'έρημου αθώας
κορασίδος πού 'χτιζε παλάτια.
'Σ'ένα σώμα όλο ενοχή
ανεπαγγέλτως για ζωή
πηγαία και αυθόρμητη εκεί
που τελειώνουν ουρανός και γη.
Λύσατε ζυγούς.
Μη μου τους κύκλους,τώρα,πλέον,τάραττε.
Ζητώντας τους Θεούς
μοντέρνων επωδών.Επικατάρατε.
'Ζήλευσα την πλάσ'.
Εικόνα του κοσμοειδώλου
αυτοφώτως θεωρώντας
και πολύ αγανακτώντας
πρόχειρα,με βιάση
για ενότητα του όλου.
Σούργελα και ιαχές,
υπενθυμίζοντας το 'χθές
και κλείνοντας 'στα βάθη των ερήμων
δόξα κι'έρωτα Ημέρας των Αζύμων.
'Στο βάθος οι Σειρήνες.
Πρόσεχε πολύ τους Μήνες.
Άλλος Οδυσσέας γίνε
και 'στην Ιστορία μείνε.
'Χάραξα πληγή
'στο σώμα και με σημαδεύει
μ'εύπεπτη ζωή
που κυβερνά και σαγηνεύει.
Αγαπώντας τη γενειάδα
'στην ανήκουστη Ελλάδα
(πράξεως το δράμ'αυτό μου τελευταίο
'σ'ένα τρίγωνο συμμετρικά ωραίο).
Ενεργήσου,στρεψοδίκει και ξεκόλλα.
Φύσεως οι τόσες αναμνήσεις
'σε γυράδικο με καραμπόλα
η ζωή 'μικρή και οι κρατήσεις.
Δέσμευσε το πάθος 'στην πνοή.
Ταχύρρυθμα 'σε μουσικούς λειμώνες
κάνε τα μαθήματα για τη ζωή
ποθώντας άνοιξη να φέρης 'στους αιώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου