Τάχος του φωτός και του ανέμου
ήλιος φαεινός και δέσμιος του Αίμου
μια ρανίδα σωτηρίας συζητώντας τόσο
έτοιμος από καιρό να σε σκλαβώσω..
Άλλη γη,'σε άλλον ουρανό
χωρίς ανθρώπου 'μάτι να μας 'δη
και πουθενά,μα το Θεό,
για 'σένα,τώρα,όλ'αυτοστιγμεί..
Σιγή επέσπευσα του ασυρμάτου.
Σήμερα,Ημέρα του Δονάτου.
Έφυγα με χίλια για να ζήσω
έρωτα χωρίς να βλέπω 'πίσω.
Κακοφημίας 'πλήρωσα κατάστιχα
κ'ενός γηράσκοντος νοός διοσημεία,
πολεμώντας με 'σκασμένα λάστιχα
να συναντήσω την ανέμελη κυρία.
Ιπταμένη σου μορφή
γερνώντας για την πλάκα
έστησα τη φάκα
με τσιγάρ'ως το πολύ πρωί.
Μονόχνωτη ζωή,
αθώα βλέμματα
'σε ρίζα και πηγή
ξερνώντας ψέματα.
'Στο απόγειο της δόξης είδες
πως δεν έχεις,πια,ελπίδα.
Ήσουν μόνη,τόσες παρωπίδες
και καμμία ηλιαχτίδα.
Εκδαπάνησα τον εαυτό
πετώντας πετονιά
και 'χάθηκα 'στον ουρανό
που 'χάριζε κιλά.
'Θέλησα τον άγγελο
συνάντησα τη Μαίρη
μια Ρουσλάνα ως προάγγελο
και 'πιάστηκε το χέρι.
Αιώνιο ταξίδι 'στα Ηλύσια
ονειρική βραδιά 'στο Βράχο
τρέχοντας για τοκοχρεολύσια
που θα ευχόσουν τόσο νά 'χω.
Η πληγή νωπή
σαν κρέας μοσχαρίσιο
παρατραβώντας δρόμο ίσιο
για νέα μου ζωή.
Μ'ένα Κέρας Αμαλθείας
σύννεφ'ατενίζοντας
και γράμμα προσκομίζοντας
εντός τειχών της Τροίας.
Με την υπογραφή της μοίρας
για κορύφωση ουράνια
-ο 'τελειωμένος αναπτήρας..-,
ζώντας πλήρως 'στην παράνοια.
Παραλογιζομένη μες 'στα νέφη
δίχως διάθεσ'ικανή
κοντά της να κρατήση βρέφη
άσπρη 'μέρα για να 'δη.
Τρικυμία τόση μες 'στις αναμνήσεις.
Ώρα ήταν κάποτε να μη γυρίσης
και ποτέ σου,πια,να 'δης εις τα οπίσσω
μέχρι τ'όνομα για πάντοτε να σβήσω..
Έλειπαν(από τα μωβ)τα μανδαλάκια,
όταν όλα τ'άπλυτα 'στη φόρα
'βγήκαν να στεγνώσουν,τότε,'στα παγκάκια
και να φορεθούν καινούρια τώρα..
Άλλαξε ζωή
παρενδυόμενος για χάρη
δίχως,πια,ψυχή,
απομιμούμενος τον Άρη.
Καταιγιστικές ριπές
'στο φύσημα νοτιά
ελκύοντας καρδιά
γεμάτη τόσες ενοχές.
Τα λόγια ήταν ξένα.
Δεν υπήρχε,πια,ουσία
με μια φευγαλέα μνεία
του μετώπου με τη Λένα.
Τόσες επαφές και αριθμοί
από παγκόσμιο ψαχτήρι,
συντροφιά με μηχανή
που έγινε Ψαλτήρι.
Με φιλόλογο 'σ'εγκαίνια,
με φυσικό 'στο Δημαρχείο
για το γάμο της χρονιάς.
Προχείρως έαρ μιας βραδιάς,
πετώντας,πλέον,το βιβλίο
'στο Εσπερινό σχολείο.
Ιμμορτάλις η περένια.
Όλα τα θυμήθηκα
μα 'ξέχασα μια λέξη.
Τότε που αρνήθηκα
και 'βάλθηκε να βρέξη.
Έγινα το πειραχτήρι
της κοιλιάς σου και της τρίχας
πού 'χες 'ντύση με της ψίχας
κόσκινο και σουρωτήρι.
Αείποτε ο παις,
ο βουτυρομπεμπές,
με μηχανή χιλιάρα,
κάνοντας ζωάρα
με τη σάρα και τη μάρα
μια ευχή και μια κατάρα...
'Στ'όνειρο κουτάβι,
'στη ζωή λαθρεπιβάτης
'σε ξενοδοχείο της Ελάτης
πίνοντας με το μανάβη.
Πενηντάρα τέτοια με ρυτίδες
με τα χρέη παραφουσκωμένα
προς την ΕΥΔΑΠ,χωρίς ελπίδες
και τα χείλη καταροζιασμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου