'Στα 'χνάρια του πατέρα
και 'στα βήματα παππού,
γελώντας όλην την ημέρα
με το τσάι του βουνού.
Δίνοντας παλμό και τόνο
για τα 'μάτια σου και μόνο
που με 'ξέχασες,εδώ,με δυο στίχους
και χτυπώντας το κεφάλι μου 'στους τοίχους.
Τη μανία
'Λησμόνησα ν'αποτελειώσω τη στροφή
εκείνη τόση που μου έδινε ζωή
και απελπίστηκα 'ξανά το φως μου πως θα χάσω
'σ'έρημες βραδιές κοντά 'σε κάποια για να ξεπεράσω..
Βασανιζόμενος 'στην κλίνη
πως περιουσία δεν αφήνει
έφυγα για μετανάστης,επιτέλους,
γράφοντας,εδώ,για πάντοτε τους τίτλους τέλους.
Πολεμώντας 'στην Αρένα
για την τρίχα,μες 'στην πένα,
εαυτό απάλλαξα και άλλαξα ζωή,
μαθαίνοντας να 'βρίσκω πάντα το φλουρί..
Αστειότητες θα είναι πάντα.
Τίποτα δεν πρόκειται να είναι όπως 'χθές.
Για μιας τηλεπερσόνας τσάντα.
Κάτι άλλο σίγουρα δεν έμεινε ποτέ να καις.
Είχε λα'ι'κή.
Δεν είχε χρήμα.
'Μέρα Κυριακή.
Αργό το βήμα.
Τι μου υπενθύμισες;Να 'δης
που,τώρα,'ντύθηκα και 'βγήκ'αμέσως έξω
με μια θεογκόμενα τα χείλη μου να βρέξω
'στο απόγειο μιας πλέριας ενοχής...
Συνέθεσα του πεπρωμένου τις γραμμές,
συνέταξα τον ύμνο κάθε μου ελπίδας
και 'στο χείλος του γκρεμού,για 'δές,
προσέτρεξα υπό μορφή φωτοβολίδας.
Δεν έλεγε σχεδόν ποτέ
ο λόγος με τα 'μάτια να τελειώση.
Έσταζε και μ'έραινε,
με 'ράντιζε χωρίς να με προδώση.
Σχετικά 'τυφλώθηκα 'νωρίς,
εκώφευσα σχεδόν ακαριαία.
'Σε ταξίδι μου αναψυχής
απολαμβάνοντας δυο θηλυκά μοιραία..
Έβλεπα σα 'σε ταινία
κάθε μου απόφασ'(ειρωνεία).
Δίχως συνειδός,αυτογνωσία
να διασχίζω παρωδία.
Κόπρος 'λίγη για καθαριότητα.
'Στην κατσαρόλλα.Με τηγάνι.
Πόλη έρημη και ορατότητα
υπό του μηδενός μες 'στο ντουμάνι.
Πάντα 'στ'όνειρο θα 'ζης
κοντά σου πως θα μ'έχης.
Για μι'αγάπη της στιγμής
τον εαυτό σου να προσέχης.
Κοτσανολογίες του τεμπέλη.
Μιας αυτοαναφοράς εγκώμιο.
Εξελισσόμενος καλά σα χέλι.
Απαραίτητο πολύ προνόμιο.
Πάτησε delete
και 'ξέχασέ τα,τώρα,όλα.
Πως σε είχα κάποτε κοντά μου
να μου τριγυρνάς με τ'όνομά μου
'μοιάζοντας élite,
πως έγινες,πια,μια καριόλα.
Καυτή γυναίκα,όλο νάζι,χάρη,
βιαστική 'στο δρόμο με ωραία σιλουέττα,
υποσχέσεις διαμοιράζοντας,Αντουανέττα,
πρόχειρα εδώ κι'εκεί με παλληκάρι.
Κρήτη μου λεβεντογέννα
που ανέδειξες Κορνάρο
'σ'έναν 'Ψηλορείτη με την πένα
δρόμο δείξε μου να πάρω.
Κρύψε τάλαντα υπό το μόδιον.
Τα μυστικά σου κράτει μ'ένα 'θέλημ'
αφανές και πουθενά μην εμπλακής(υπάρχει έλλειμμα),
σκορπίζοντας ουσία και περιεχόμενο.Αντίο!Κατευόδιον!
Ήσουν τόσο 'λίγη.
Ένοιωσα φθηνός.
Που έπιασε να φύγη.
Μάχη σα Θεός.
Ανεπάρκεια και,πάλι,ψευδολογιωσύνη.
Μόλις έμαθε περίφημα να γεύεται,να πίνη.
Έπαυσεν ο χρόνος άλλες του ελπίδες να του δίνη
πως θα γράψη κάτι μέγιστο,γεμάτ'οδύνη.
Έβλεπα σα 'σε ταινία
κάθε μου απόφασ'(ειρωνεία).
Δίχως συνειδός,αυτογνωσία
να διασχίζω παρωδία.
Κόπρος 'λίγη για καθαριότητα.
'Στην κατσαρόλλα.Με τηγάνι.
Πόλη έρημη και ορατότητα
υπό του μηδενός μες 'στο ντουμάνι.
Πάντα 'στ'όνειρο θα 'ζης
κοντά σου πως θα μ'έχης.
Για μι'αγάπη της στιγμής
τον εαυτό σου να προσέχης.
Κοτσανολογίες του τεμπέλη.
Μιας αυτοαναφοράς εγκώμιο.
Εξελισσόμενος καλά σα χέλι.
Απαραίτητο πολύ προνόμιο.
Πάτησε delete
και 'ξέχασέ τα,τώρα,όλα.
Πως σε είχα κάποτε κοντά μου
να μου τριγυρνάς με τ'όνομά μου
'μοιάζοντας élite,
πως έγινες,πια,μια καριόλα.
Καυτή γυναίκα,όλο νάζι,χάρη,
βιαστική 'στο δρόμο με ωραία σιλουέττα,
υποσχέσεις διαμοιράζοντας,Αντουανέττα,
πρόχειρα εδώ κι'εκεί με παλληκάρι.
Κρήτη μου λεβεντογέννα
που ανέδειξες Κορνάρο
'σ'έναν 'Ψηλορείτη με την πένα
δρόμο δείξε μου να πάρω.
Κρύψε τάλαντα υπό το μόδιον.
Τα μυστικά σου κράτει μ'ένα 'θέλημ'
αφανές και πουθενά μην εμπλακής(υπάρχει έλλειμμα),
σκορπίζοντας ουσία και περιεχόμενο.Αντίο!Κατευόδιον!
Ήσουν τόσο 'λίγη.
Ένοιωσα φθηνός.
Που έπιασε να φύγη.
Μάχη σα Θεός.
Ανεπάρκεια και,πάλι,ψευδολογιωσύνη.
Μόλις έμαθε περίφημα να γεύεται,να πίνη.
Έπαυσεν ο χρόνος άλλες του ελπίδες να του δίνη
πως θα γράψη κάτι μέγιστο,γεμάτ'οδύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου