Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Ευτελή και άδολα-'Σε βάμβακος εκκοκκιστήριο

Σπίρτο αναμμένο
κι'έπαιζα με τη φωτιά,
τραβώντας τα μαλλιά
με ύφος ξένο.

Στάχτη τελευταία,
τραγική αλλά πηγαία,
'στην αναλαμπή νυκτός
που 'δέσμευε το φως.

Με χιλιάρικο 'στην τσέπη
τόσον έρωτα 'κερνούσε
με τυχόντες που 'ποθούσε
και 'στα όνειρά της βλέπει.

Έμπλεξα με χρήμα
που,περίπου και ποτέ,δε μου ανήκε.
'Βάρυνε το κλίμα
επικίνδυνα(ουδείς το πώς δε 'βρήκε).

Αήθη ανθρωπάρια
(οι άνθρωποι των αγελάδων).
Ψίχουλα για τα κυνάρι'
(ανακύκλωση πολλών παράδων).

Σκληρή ζωή 'στην ανηφόρα
'σε στιγμή που 'ξέρασε η μπόρα
όλα τ'απορρίμματα
κοντά 'σε μνήματα
και 'μαύρισε πολύ ψυχή και σώμα
με ποτό που έκανε τους πάντες λιώμα.

Για διακύμανση 'στην άβυσσο μιας αναρχίας,
'στου ερωτισμού το άλγος(ένδειξη ελευθερίας),
'σ'έτη δίσεκτα και κεντρομόλ'
ακαταλλήλων με μια χαζοβιόλα.

Ήθελα να γίνω συγγραφέας
να 'ψαρεύω τα οράματα
που θα με στείλουνε με κλάματα
'στο 'σπίτι κοριτσιών παρέας.

Για γέλια και για γράμματα
ιερογλυφικά 'στο χιόνι
τώρα που μου είσαι τόσο μόνη
(για τη γούνα σου τα ράμματα).

Σε 'γνώρισα 'στο ΤΡΑΜ.
Με είχες τέτοιον για μαλάκα.
Μού 'κανες το μπαμ
αλλά δεν έκοβες την πλάκα.

'Στο λεωφορείο για μια τζούρα.
Μού 'γινες 'ξανά σωστό τσιμπούρι.
'Θίχτηκες που έγινες μια πατσαβούρα.
Ήσουν με κατεβασμένη μούρη.

Διασκέδαζα μαζί σου τη μιζέρια.
Δεν την άντεχες εκείνη την αλήθει',
αναλωνόμενη 'σε παραμύθια,
τώρα ταξιδεύοντας για καλοκαίρια.

Έπλασα το σχέδιο
μονάχη σου για να κοιτάς τ'αστέρια
'σ'ένα οροπέδιο,
εκεί που κάθεσαι τα μεσημέρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου