Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Παθέ-τικ-ς,άνξιους 'n' φιούριους-Λι(περί Φλωράτου-με τη λίρα για το γιεν)

Ξεχέριασμα της Ωγυγίας
'στο νεκρο-μαντείο της Α-νοίας.
Easy-pedia και trash tv
με τον Πατέρα Εραστή.

Με τη βαλίτσα για την ώρα
παραμάσχαλα εκεί και γκαρνταρόμπα
έτοιμη για το μπουρνούζι τώρα
με βουτάνιο(=μια υδρογονοβόμπα).

ΜΗΝΙΝ ΑΟΙΔΕ και πάρε θάρρος.
Διώξε τις κακότροπες Σειρήνες.
Δε χρειάζεται να κλαις
που θα κρυώση ο καφές.

Στραβόξυλο στραβο'ρινούλα
έμπλεξες με τη μανούλα
και τους γκομενιάρηδες χωριάτες
μες 'στη ρέμβη των να βάζουν πλάτες.

'Ζήλευσες το κύρος
(έρχεται ο Πύρρος).
Έπεσεν η Νέα Ρώμη
(τώρα κτένισε την κόμη).

Με μια Τάνια 'τρελλαμένη,
να φυλάττη το κορίτσι
'ξαφνικά Rich που 'γινε και Richie
(μια Ρετσινοχτυπημένη).

Δεν ξεπλένει ο Νιαγάρας.
Δεν 'καθάρισεν ο Σηκουάνας.
Άτρι(υ)χης αρλούμπας μάνας
που αντίκρισεν ο Clara-ς.

Αρχιτέκτων
Ονειροδρόμος Μαγγελάνος,
Bulevardi 'λευτερίας,
Διόνυσος και Μητροπάνος,
με Πλινθόκτιστα Σαμίας.

Ντουλαπάκι για joujoux
με μπομπονιέρες ένα μάτσο
(έφαγες καλό στραπάτσο
-μη μου λες πια για bijoux).

Σχέσεων καλών
Noise τόσος(στριμωξίδι).
Με το φέρελπί σου Γανυμήδη
να τραβά προς στρατηλάτης
δημοσίου(μιας απάτης).

'Παρουσίαζες Δελτίο.
Ραδιόφωνο-τουίττερ.
Η γλωσσίτσα σου 'στο Θείο.
Salt with full of bitter.

Ανατεθραμμένος με ονειροπόλησι(αρνάκια-κατσικάκια ± υπεραγοράς ταμείο)

Κακιά
Πατρική φιγούρα
τόσον απομακρυνθείσα
με δευτεροτόκι για ροκιές.
Και σήμερα και,πάλι,'χθές
ανοίγοντας τα τούλια
'στην αθώα πούλια
κατακαίοντας και τις φακές
'στη σκέψη πως θα πέση λύσσα.

'Στην Ανταρκτική(προβλήματα ζηλοτυπίας)
Σόλων και Απόλλων.
Γκόμενοι για τις χαζές.
Δεν έβλεπαν τι 'θές;
Εγκράτεια των Πόλων.

Ορμενστίκτων(''Ο σαβουρογάμης.'').
Τυμπανοκρουστά με διάνοια
γεμάτη λόγια και φιλιά μιας Μάμμης,
ευνοούμενος από τη Ράνια.

Συναγρίδες για μια καβουρίν'αστακομακα(κανελλ)ο-ρ-(ό)ν(ι)α(-ά)
Υφηλιακές αντανακλάσεις
φωνασκίες με κομψές διαστάσεις
μες 'στο Monte Carlo-ς(Το τσακάλι)
και το Μονακό παρέα με μπουκάλι.

Δε μ'έδενε η Γη
(και ήσουν υπεράνω).
Τι κερδίζω και τι χάνω;
Fifty-fifty μια ζωή.

Προσμονή οριακώτατ'
ανομίας και λυτρώσεως
'σε τεστ υπερκοπώσεως
για μιαν οδύνη με κυλόττα.

'Στην παράγκα(με το Θρύλο).
Παραέτρωγες (και;) ξύλο
της αρκούδας που 'γινε νυφίτσα
συνοδεύοντας προς την Αρκίτσα
για να συναντήσης Αφγανούς
με δυο τσόντες μιας Μορμούς.

Δεν έγραψα το πρώτο.
Τό 'γραψα για να το 'δης.
Για το ανάποδο γαμώτο
πού 'βλεπες πριν να μου κοιμηθής.

Τυρόγαλο για την Ωκεανία
και μηλόξιδο για πέψη
που φοβείσαι πως θα ρέψη
'σε μια κόρη Σκόδρας(Αλβανία).

Νεότης θαρραλέα
για τον Πύργο,την Πυλαί'
ακλόνητη που μένει
και με sus πηγαίνει.

'Γυάλισε το πάτωμα
χωρίς αφρούς κ'ελάττωμα
ν'ανίσταται χωρίς αιδώ
'στο Πετρογαλα-κ-το(ς-ς)χωριό.

Μοίρα ώρισε να δίνω
ρέστα όπου έτρωγα και πίνω
yalancı με την πιπίλα
να παιδεύω μία Σκύλλα.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Πόθ'ετεροκινούμενα και πότ'αυτόφωτα με μουρουνέλαιο χωρίς τους οπαδούς

'Δούλευε machine.
Και είχε γκομενάκι
πού 'λεγε ''Αμήν
(και πότε;).''(παιχνιδάκι).

'Ξύπνησ'ο παππούς
τα χάπια του και 'πήρε.
Μες 'στο πλοίο της Αργούς
ανάσα(ω,ανίρε!).

'Στην Τροιζήνα
Κωλοχωριάτες μια ντουζίνα
με σταυρούς για παντομίμα
και με μωβ οδοντικό το νήμα,
ψάχνοντας Εκείνη(μία Ζήνα).

Οξύνους ήσουν.Ψάξε για βενζίνη.
Τη γυναίκα,πλέον,της Ζωής Σου 'κείσε θα τη 'βρης
εκτός αν δε σε 'θέλη και μ'αφήνη
με δακρύβρεκτες αγάπες και οδύνη
περισσή που 'χώρισε με το νερό της Αλλαγής.

Σοβάδες έπεφταν μες 'στις δαπανηρότατες μο(υ)νάδες και oregano με peppermint
Λυπούμαι που πικραίνω.
Κόμπους λύνω-δένω
(και δεν ήρθες πουθενά).
Με by bus ή τραίνο
και σφαιράτος μαναχά
γι' ''Αγρίμια'' ή Ρουβά.

Φρύγανα(μια ιδεοληψία
που την έκανε κυρία).
Ενωμένες αντι-φάσεις
που σε κάνουν να...κεράσης.

Χείλη σου δαγκάνες
μα ψυχούλα τόσο πατινάζ.
'Γλιστρούσες μέσα(και τινάζ'..)
(και άνοιξα τις βάνες).

Κατοπτρικά του Αρχιμήδους
Παρέθετες το γεύμα
(έκανε και ρεύμα).
Είχα τόσα να σου 'πω
μα δε 'μπορούσες(να με 'δω).

Επέστρεφες πολύ πρωί
και είχα,ήδη,γίνη χάλια.
Μη γυρίσεις.Και Annalia,
ζυμώνοντας μια Summa 'κεί.

Γι'αητούς και γύπες μιας χρηματαποστολής Εμποροναυτικού Δικαίου
Makina για μιαν ιδέα
(ήτανε 'ψηλή-γενναία
μ'άπιαστη 'ξανά 'στις πίπες
-έφτιαχνε ποτά με τρύπες).

Κορίτσια σου να είναι
Αρκετά σημάδευσε καλά
και άφησε το γιο σου.
Πάρε νά 'χης(το σταυρό σου)
και σου στέλλω,τώρα,τα παιδιά.

'Στο τζην που(τότε)πίνω
σημασία δεν σου δίνω.
Άλλον 'θές και βάλ'το 'στο μυαλό
πως ζης,απλώς,για το κοκό.

Εσχάτων χαρισμάτων
Ανέξοδα τη 'βγάζεις
(και μην ησυχάζης).
Παραισθήσεις βοηθούν
και 'στ'όνειρο σε οδηγούν.

Πικραμύγδαλ'αργοσχόλων,
βλέποντας τους λόγους σαν τροχοβοήθεια,
'χαμένοι(αυταπάτες)'σ'ένα μάθημα(Ηλίθια!)
ημίσεος και των συνόλων.

Τ'άρματα Μοισών-Χαρίτων
Δεν θα ήθελες ν'ακούσης
άλλο.Μην τον παρακούσης.
Γράφει μορφασμούς από τον πόνο
σαν πρωταθλητής Σφιγγός(και ζώνω).

Για πορείες κατακουρασμένος,
μια ζωή 'στα πέλαγα εισπνέω
με τ'αρώματα που ήσουν 'κομψευμένος
για μια παραμύθα(μα τι λέω;).

Παιζάκια και ορνίθια,
μα τη λαμπερή αλήθεια.
Ονειρεύθηκαν το πάθος
μα τους άγγιξεν ο Άθως.

Είχες ταξιδεύτρια τη μάνα.
Ζυθοπότης ο πατέρας.
Έπλασαν Υιό μες 'στην αλάνα
(και 'γεννήθηκε το Τέρας).

Άρπαγες και κλέφτες
(στιγμιαίες απολαύσεις).
Ά-σημοι και ψεύτες
που καλείσαι να τους ψαύσης.

Σέλω μόνο να σου 'πω πως Σε 'βαρέθηκα.
Και ήτανε από παληά γραπτό πως 'δέθηκα
και σου αφήνω δύο cigarillos-πέντε στάκτες,
δροσιζόμενος ευγεύστως με τους καταρράκτες.

Δε σου 'ζήτησα πολλά.
Να τέρπεσαι,αγάλλεσαι
και 'στο ρυθμό να πάλλεσαι
χωρίς μονά-ζυγά.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Με Rinaldi νεοπλούτου Αθιγγάνου και ντουμάνι 'στο ντιβάνι Τζένης Βάνου-Οι Κουλούρες φυτοφάγων και μηδενικά κρεατανθρώπων

Την πόρτα
Πλατανόφυλλα 'στην αμμουδιά
και 'ξεραμένα χόρτα
κλείνοντας εμμονικά
με πολυτίμους και χρυσαφικά.

'Πουλημένες ταξιδιάρες
και γερόντισσες μωρές
με παρθενοπιπίτσες ικανές
(αφράτοι κώλοι και βυζάρες).

Άπνοια κ'εσύ να κάθεσαι ακόμη.
Με τις φίλες σου να ονειρεύεσ'ερωτιάρη
που θα σ' πάρη με μια στέκα(Νόμοι
απαράβατοι με την αναισθησία του πρωτάρη).

Δεν έβλεπα την ώρα
που θα έρθη μπόρα.
Ξέχασέ με,αν 'μπορής,
μες 'στ'όνειρο βροχής.

'Ζήλευες(εγώ ποτέ).
Δεν είχα τι να κρύψω.
Πριν να έρθης,θα σε νίψω
μες 'στον καμπινέ.

'Θύμωσες(εκεί αγριεμένη).
'Πείσμωσα(ποιος θα σε περιμένει;).
Μια βρακολαλούσα με νυστέρι
για μιαν άλλη με παχύ τεφτέρι.

Βαρυπόντων με πλεκτά
Συγκινήθηκες.Εγώ καθόλου.
'Πήγαινες κατά διαόλου
και,ω θαύμα,σ'έσωσαν αλήτες
που βαδίζουν πάντα με τις μύτες.

Μια μοναχοκόρη πατσαβούρα
για να συγκεντρώνη μόνο μούρα
και να παίζη με αμάξι'
(αποτελώντας φράξια).

Πώλει πνεύμα
(κάνω νεύμα).
Είχες μούρη
του Μουντζούρη.

Σου.Sim-so(u)n's Εμ-παίζοντας κρυφτό
''Ω,γλυκέ μου!'',θα του 'πης.
Πολύ που 'χάρηκα να 'δης
που θα τον 'πούν κ'εκείθε,τώρα,λαθροκυνηγό
να σέρνεται 'στο κορδονάκι της(αν έχης το Θεό!).

Έκλεβε παγκάρια,
έχανε 'στα ζάρια
και του Περροκέ θαμών
των οπισθίων της Σιών.

Δεν είχα τι να 'πω
και μοχαχούλα σου σε 'βρίσκω!
Έμιξα μελί ζωμό
(το μέλαν'..)άπο ζάχαριν και Misko.

'Ξανά ποτέ
Απαθής(για την καρέκλα)
συντροφιά με μία Θέκλα
και τον Παύλο προς τη Δαμασκό
να βλέπω φως εκεί που δε θα 'μπω.

Κύρι'ελέησον και σώσε μας,Κυρά.
'Στο μαγαζί ενός Σωτήρ'(Ιεχωβά;).
Οι ενθυμήσεις με κορόμηλα,στραγάλια
χίλια πού 'γιναν στιχάκι και σμπαράλια.

Allu fuck τσάρκ'
Προβλεπόταν διασκεδάζεις.
Δώσε τόνο και για 'μένα
που θα λείπω(αν αδειάζης..)
με τις βέρες για την πέν'.

'Πούλησες ό,τ'είχες.
Τά 'δωσες 'στο Θοδωρή.
Μια τοσο-δούλα 'στο βρακί
που 'χώθηκε 'στις τρίχες.

Κρυο-τερπνούλα κλαψο-μούνα
Παράχωσα το μέλι,
έκαψα τη Ρίγα-'νιά,
μου χάιδευες τα σκέλη
και 'ροφούσες γαλλικά.

Ήσουνα παππάς Πατριαρχείου,
έγινα ζευγάς εν μέσω κρύου.
Και συνέχεια του 'μιλούσες για ψυχαγωγία
με τους υδρατμούς που 'γέμισαν ψυγεία.

Δακτυλήθρες-μπομπονιέρες
δραπετεύοντας με σούζα.
Γιουνιβέρσιτυ(βλαχάρες).
Στραβοτιμονιές(χαβ-ρ-ούζα)
'βουτηγμένες μες 'ς τες φτέρες
για 'μικρές και για ζημιάρες.

'Ψώνιζες το Γερμανό,
τα είχα με Γαλλίδα.
Ήσουν μακριά και δε σε είδα,
'γύριζα,εδώ,με Bo.

Αρρώστησες βαρειά,
εξορκισμένη μου παρθένα.
Σού 'γραφα μανιακά
μα έβλεπες τα τρένα.

Δεν 'κάθησα.Και περπατώ,
ακόμα,για μνημεία
μασκοφόρων 'στην πορεία
δίχως 'θέλω και ζητώ.

Ό,τι κι'αν συμμελετήσης
το μυαλό σου νά 'ν' εκεί
πριν να προλάβω για ν'αφήσης
ό,τι τόσο σε απασχολεί.

Που έχεις-για να λες
'Πήγαινες 'στα μπαρ με κοσμικούς.
Δεν είχα πού να μείνω.
Τώρα φεύγω και σε σβήνω,
θυσιάζοντας και τους Θεούς.

Με γκανιότα 'σ'ένα petro-gaz και δίχως βαρελότα(για τον Uncle Kevin-Triangle)
Τρικαλινή τρυγόνα,
Λαρισαία ημιόνα,
'σε Μοναστηράκι και Θησείο
'κάπνιζες το ναργιλέ κ'εγώ το Θείο.

Ασφάλεια για πάντα
μες 'στην τσόχα(Prada).
Η ζωή 'μικρή
παρέα 'στο γιαπί
με Yankees φωτογράφους
που τρελαίνονται 'στο μπάφους.

'Συρόσουν προς κουζίνα.
Έτοιμη να δώσης ρέστα.
Βάλε χρόνους και ξεκίνα
να γνωρίσης Ινιέστα.

Δε θα 'ρχόμουν.Σώπα.Για να μάθης.
'Βγές εσύ να 'δούμε.
On δι air θα 'πούμε
'λίγα και καλά πριν να την πάθης.

Η κορούλα σου η Όλι(-η)
πού 'κανεν αλλαξοκώλι
με την άλλη,τη μαμά,
χαρτί γεμάτη,μαλακά.

Είχε την ταινιοθήκη.
Δεν απείχα τόσο
μέχρι να σ' το(-ν) χώσω
μες 'στην εργαλειοθήκη.

Ευρύτριχες κυράτσες
πιάνοντας μπεκάτσες
'στην Anadolu του φθινοπώρου
με γεμίσεις καστανόξανθες(του φλώρου).

Full time season.
In the small fat prison.
Getting mad,by the way,
happy traveller που κλαίει.

Ήταν όρθιος(εφ'ύδατι και βλέμματι μες 'στο οινόπνευμα οινόφλυγος θεούσης)
Financiare και minuto.
Άλλο,πάλι,πέρα,'τούτο.
Δεν προλάβαινα να πέσω
'στο γλυκό και να τη δέσω.

Για τη Λύκαινα τη Donna
που το 'χάρηκε πολύ(Παρίσι),
ξεσκονίζοντας γοργά τη βρύση
κατακτώντας τον Αιώνα.

Έγραφα να 'δης ποια είσαι.
Τι θα ήμουν αν ερχόσουν.
Πρόσεξε:θα σε προδόσουν
'κεί που πας και προσποιείσαι.

Τιβερ-λίγκα για την ERA.
Με δυο φίλες εκλεκτές
που έχυναν 'μπροστά 'στη βέρα
πού 'χες μόνο για να καις.

Δε θα μ'έχης κι',έτσι,
φάε κοκορέτσι.
Δε θα σου 'μιλώ
(και είναι σοβαρό)
γιατ'ήσουν 'σε χωριό
κι',εγώ,μες 'στο κοτέτσι
που περίμενα(και ζω).

Κουτί,σαβούρα,τόσο νιότη.
Γλυκοχάραξε κ'εσύ να τον φιλάς
ακόμη(τον αχρείο πότη)
με Γεροντικό 'στο φως μιας παιδιάς.

Μείνε 'στο γραφείο.
Έχω Studio,εδώ.
Ανέβα 'στο Βουνό
πριν να μας πιάση κρύο.

Το 'ξέρεις;
Ήταν η ζωή του όλη
άνεμος 'σε βιτριόλι.
'Στη ζωή σου μια για πάντα θα σε αρνηθώ
να ησυχάσω και να σταματήσω(τι τραβώ;).

Ευφυεστάτη για μια νύχτα.
Τ'άνθη σου μου 'πέταξες(και ρίχ'τα)
για να 'δω μια γεματούλ'αμέσως('στην Ερμού)
που έτρωγε τις ρόκες-σάρκες(πονηρή και αλεπού).

Φωλεά και σμήνος.
Άνθισεν ο Κρίνος.
'Στην Ελλάδα Finos
(γελαστός ο 'Ντίνος).

Αραχνοφοβίες και κραυγές.
Αγωνιστής μες 'στις φακές
που 'σέρβιραν μπατσίνες
με ιστό μακρύ και ίνες.

'Στο Forest Black με τα πατιναριά υδραμφιβίου σήματος
Πάλ'ευτυχώς θα με αφήσης.
Εξυψώνομαι και παραζώ.
Εσύ,δα,κοίτα να σαπίσης,
τότε,για τον ώριμο καρπό.

'Γεννήθηκα για ρωμαλέος
(όμως 'πέθανα πιο νέος).
'Γέρασα χιλιάδες 'στη μωρία,
'ξέρασα φυλλάδες για Κυρία.

Και σχολαστικά που τα διαβάζεις δε με συγκινείς.
Το αγοράκι σου και τον αντρούλη
σου που σε κακοπηδά 'στο Σούλι,
κάνοντας αμάν,εδώ,από το 'σπίτι του να 'βγης.

Γεροντολάγνος για ζωή,
για φιλολόγους sport,
με χημικούς çok zor,
τραβώντας πόδι και κουπί.

Τράβα 'βρέ το γκόμενο που σου αξίζει.
Δε με άγγιζες μηδέποτε αλλά,εφιδρωμένος,
είπα πως αρραβωνιάστηκα(και μένω 'χωρισμένος),
δυστυχής με τη χαρά που σε θυμίζει.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Pla(ent/end)yt(r)endycow-boy-Κεντηματίας του Βιτρώ μες 'στον πολύ-metro μιας Γηραιάς γενναίας (μ-)πρί(έ)ζας(αντι-δόσεως)

Δεν ήθελε κουβέντα
και 'κοιμόταν όλη 'μέρα.
Έψαχνε πατέντα
για να φύγη τη Δευτέρα.

'Πάλευε γι'ακτιβισμό
ενώ κατέβαζε ρολλά.
'Συρόταν 'στο γιατρό
με παραζάλη(φλεβικά).

Στοίβες οι τρομπέτες
τροχοφόρων με ασήμι.
'Λιγοστή,πια,ζύμη
(Κούρδοι και οι Τσέτες).

Ζημιάρικο αμάξι
(όλα έχουν μία τάξη).
Πνιγηρή ανάταξη
'σ'ευθεία διάταξη.

Έχω πέντε(είχε 3).
Με Πουνέντε 'στα σημεία
τ'ουρανού που 'γείωνε,
ποτέ που δε σε 'μείωνε
(κατάγραψε-σημείωνε).

Μοσχολίβανος,εδώ,για Δάγκες,
η πραμάτεια του αιώνος
πριν το ξέσπασμα τυφώνος
που θα κάνη τα κορίτσια μάγκες.

Έστειλα επιστολή με καταρράκτη.
'Ξαναπήδηξα τ'αμπέλια με το φράκτη
με αστείρευτη ορμή προς την καμπίνα
για να πάω 'σε μια blue-marin γιατρίνα.

Κάπου,πλάι,'τέλειωσε το θέρος.
Ήρθε ο χειμών ανορεξάτος
για να σου σκισθή ο πάτος
'σε νησ'υπερήφανον.Η Λέρος.

Έψελνες τον επινίκιο
κ'επικηδείους 'τραγουδούσα.
Με τον αδελφό Ιωαννίκιο
που ερωτεύθηκα(και 'ζούσα).

Είπες πως (εκεί) θα 'ρθής.
Δεν ήσουν πουθενά.
Με σφαίρες,ανδρικά,
καλώντας το taxi σ'.

Ήταν οι γκόμενες πολλές.
Τα μίση τόσον ξένα.
Και 'χτενίστηκα 'στη Ρένα.
Άλλη λόξα(κι'εποχές).

Έτερον(το ήμισυ)
'Πάλευαν οι αν(τ)οχές
('ς Εμφύλιο των απο-βλήτων).
Ιδεοληψίες των 'ψαράδων
μα κι'ευχές των UÇK-άδων
που 'ξημέρωσαν φυλές
(εκάτερον και ήττων).

Πλαγιοκοπώντας την Παρέα,
συμμαζεύοντας την Opra,
κάνοντας ταμείο με τον Τσόπρα
(όλα ήσαν μια Ιδέα).

Δεν Ήθελε παρέες
(είχαν τις σημαίες).
Σάπια(Τα Ρεμάλια).
Το(')pia με Βεντάλια.

Στεγνές εκφράσεις
(και δε θα κεράσης).
Φτιάχνοντας δια(σ)τάσεις
με καλές συστάσεις.

Αιδοιολει-χήνες μα και βρύα.
Καμωνόμενος πως 'βρίσκω 'στη μανία
ό,τι 'σάρωσεν η κλέφτρα πόρνη πλάση
'στην ΑΔΕΙΑι που ζητείται να 'ξεράση.

Αρνείσαι πάλι(μην καθήσης).
Πυροβολικό μιας κάποιας λύσης
των πτεράρχων α-δεσμεύτων και των λοχαγών
που έγιναν Ταξίαρχοι(ορός των Ελαιών).

Αντι-λ-opa έξι μίλια
('κρύωσα και ήρθα με τα χίλια).
Δεν περίμενα να σιγοβράσης
(ήσουν έτοιμη να σκάσης).

Ακόμη(δεν 'τελείωσα
-και 'πήρε τη μπουκάλα
για να περιχύση γάλα
-σκάφος που προσγείωσα).

Karagöz(και Χατζηαβάτης)
Κερυνείας πολυμάτης,
Νοταράς και Κιριμπάτι's.
'Στο χωρίον ο συνεπιβάτης
και προς Δόξαν παραβάτης.

Δεν με θέλει
μη διαβάζεις
(κάτι ετοιμάζεις
σαν το χέλι).

Ουδείς εξαναγκάζ'.
Ημέρα που (κ)αλλ(λπ)άζει
και 'στα χείλια γίνεται παλμός
ατημελήτου πού 'δε φως.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Ελπήνορος η βιβλικότης ο phon-ίου ιδιώτου με βανίλια δημοσίου

Πτώματα,ηλεκτροκινητήρες
με 'σβησμένους τόσους αναπτήρες.
'Ζήλεψαν παππούδες Κροίσοι
που δεν είμασθ'όλοι φύσει.

Κρίματα πολλά για τις μουνάρες,
βήματ'ανοήτων που την είδαν νέοι
με νοτιάδες,πλέον,να φυσούν,πηγαίοι,
Paysafe βάζοντας(τις εικοσάρες).

Αγοραφοβικοί και πλεονέκτες
με κρυφούς κλεπταποδέκτες
'σ'ένα δείλι Πρωταγόρου
'στη φυλλοροή του φόρου.

Δεν έβλεπες εμένα.
Hi-tech,φουγαρο-mani(a)c
με χείλ'εξοδευμένα
(what a 'normous panic..!).

Μελέτα τες Γραφάς.
Δε θα με 'βρης εκεί.
Ζηλεύεις και πεινάς
για νιότη και ξηρά τροφή.

Το μέλλον εξηρεύνησε(ο Χρήστος),
'πιάστηκε με σχέσεις των αγγέλων
'σ'ένα Αίνιγμα με χρέωση και πίστωσ'
(ο διανοητής μιας πλάκας και μπουρδέλων).

Απολύτω εν αιθρία
('μίλησε 'ξανά Κυρία).
'Σε μερίδες και τεμάχια
'στα Όρη τ'Απαλάχια.

'Παπουτσωμένος-'Κοιμωμένη.
Μια γοργονογκόμενα διαλεκτική
που λάθρα έχασε ζωή,ψυχή και γη.
Πολύ με τσόντ'ανεβασμένη.

'Στην Ελούντα 'ψωνισμένη,
για την Κερασούντα 'ξιπασμένη,
με τα τοξευτά 'σημαδευμένη,
με γενειοφόρους ξεβγαλμένη.

'Τέλειωσε το Μποss.
Η ώρα για το Magnum 'δώθε.
'Φθόνησαν νεόπαπποι(ω πόθε!).
Μού 'γινες σοφός;

Πάλι δεν θα γράφω,αν δε σε κοιτώ.
Οι γέροι θά 'ναι,πάντ',ακόμα,τώρα,ήδη
'κεί για μαντολίνα(προς το Παλαμήδι)
και θα γεύωνται του Μήλου τον καρπό.

Ικανόν το παρελθόν
'στη ρέμβη των σοφών
του κόσμου(το χρυσέλαιο
αντιστοιχώντας 'στο Ευχέλαιο).

Δε θα μ'έβλεπες ποτέ.
Δε σου 'μιλούσα καν.
Με Νώε και Αυνάν
'στο χώρο του κιοφτέ.

Σπενδοκαρνάβαλος(Οριενταλοοριτζινάλια με Θάλεια και Βάλια)για τους μωρούς,ελαφροδεξιούς,αναρχοδιπολευρυζωνικούς αδένες(nurse's τηλε-στηθοσκόπιον)

'Στο αγαλματίδιο του Βούδδα
έριξα 'περήφανα την α'υ'πνία
πού 'χα φάη με τον Κούδα
πάλι κλείοντας 'στην Παναγούδα
τα λουκούμια(μες 'στα μαγειρεία).

'Καρφιτσωμένος 'στ'όνειρό σου,
οδοντογλυφίδα μου,Εσύ.
Μιαν άλλην έψαχνα(σημερινή)
που να θυμώνη 'στο φευγιό σου.

Ήσουν λαχαν-ώριμη κι'εγώ αγύρτης.
Με περίμενε η πόρτα και ο σύρτης.
Το μέλλον ως τη δόξα διεβλέπετο(δε μου βλεπόσουν..)
κακοχωνεμένες πίπες και δυσοίωνο(θα το ευχόσουν..).

Έβλεπαν καλογριές,
παρέα με θεούσες,
έγυρα 'στις Μούσες
(όταν έχω ακεφιές).

Κρίμα που ανέγνωσες.
'Πετάχτηκα 'στα ύψη
(φλογοβόλου ρίψη).
Ένα δε διέγνωσες.

Ήρθες με 'δικό σου.
'Φόρεσα χαλκούνια και τσιγκέλι,
'χόρευσες,εκεί,με το Μπουρνέλη
για να 'βρης το φως σου.

Sun-scream(και περίμενε).
Το χώρο απολύμαινε
με sign bright μες 'στο -shine
ολοκαίνουργιο design.

Μαλακαντρέας μία ξούρα.
Έβγαινε,ω πολυτάλαντε,
'στην Αταλάντη(μ'ένα Μπαλαούρα)
διασκορπίζοντας(και άλλα ντε..!)...

Χαμήλωνε το φως
και 'δές εδώ αν είμ'εκεί.
Θα σκούξη,πάλι,το γατί
αρπάζοντας το βιος.

Τι να κάνω που δεν θες;
Ανέβα 'στην ταράτσα
(έχει πια μπουνάτσα).
Φεύγουν,έρχοντ'εποχές.

Yupi
Ίδρωσαν οι νότες.
Ρασοφόροι πότες
και αγρίμια 'στη Γουαδελούπη,
καβαλώντας το μεγάλο κιούπι.

Με πολεμοφόδια τες ορτανσίες τα ορτύκια 'ς τον Οντά Μαχα(ν)-ραγιά
Δεχ(ξ/κ)εξακύλινδρος ο κρανοφόρος,
τρίδιπλα τα νεκροσανδαλ-ίδια,
πολυμετωπιαίος του εφ('/-)όρου όρος,
για τη Μάρω Κάρο(Δακτυλίδια).

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Δώρισε παράτα' με μια τράτα 'στην αυγούλα

Δεν είχα σχέση και ποτέ.
'Παντρεύτηκα και 'χώρισα
και τον υιό σου διώρισα
χαρίζοντας και κάνοντας σεφτέ.

Ήτανε αργά για 'σένα.
Ενεπλάκην με τους gay
και τα escorts 'στην Αρένα
πάλι τόσο που τους πταίει.

Κράτησε βυβλία,
πίε μία Φιξ(γελάς..),
ψυχαγωγία της βραδιάς
που έντυσε τη λεία.

Φρόντισε να πάθης.
Τώρα,χύσε κροκοδείλια
(μ'έπιασε και τότ'ευκοίλια
προς Πλατεία Βάθης).

Του λόγου
'Φθόνησαν οι φίλες σου,εκεί.
Με άκουγε μια σκύλα.
Μες 'στα 'πατημένα φύλλα
έφευγα μ'Aegean 'στη ροή.

Να ερωτεύθηκες 'μπορεί.
Δεν είχ'αγάπες και φιλάκια.
Κόσμησέ τη με αρωματάκια
που της γίνοντ'εμμονή.

Άδεια η Ορνέλλα.
Μάγουλα και πούδρα και δικτυωτό.
Ακούει Μαρινέλλα,
ψάχνοντας καλά 'στους γύφτους για γαμπρό.

Δε θα 'λύγιζα ποτέ.Θα χάσης.
Μί'ακοίμητη καρέκλα μένει
με κανδήλα που θα προσπεράσης
των αυτονοήτων που με δένει.

'Σ'έν'ακίνητον,'ξανά,κινούν
για μιαν ιδέα μου υψιτενή
με Dukagjini και Κανούν
βολτάροντας για μαγαζί.

Δεν θα 'ξαναπατήσω.
Διάβασέ το.Γεια χαρά.
Με όνειρο θα εξηγήσω.
Δε χρειάζεσαι μαλλιά.

Μελανοχιτώνων το terrain
για γκόμενες Δεσπότου πού 'δαν φως
και 'σάπισαν με Όλοι Reine
σαν παλαβιάρες(πάντ'αρνητικός).

Μίσος η αδυναμί'.
Ανέμενα Κυρία
ονειρώδους ξένης πλάσης
που καλείσαι να γελάσης.

Οι ζηλόφθονες 'στον πάτο.
Η βαρέλα της γεμίζει
μια γατούλα που ξεσκίζει
μελετώντας Λορεντζάτο.

Έτρεφε το θαυμασμό.
Δεν είχα τι να δώσω.
Να ξεσκάσω και να χώσω
ή ν'αυτοπυρποληθώ;

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Ιτέας ο αμπελουργός και Μουζακίου ο Αλή(-ί)γ-αβρο(afro-)αποπαλιναντίπαις(έκπλους και διάπλους και κατάπλους)

Τράβα μόνος δρόμο
πάρε μάχαιρα για νόμο
δέσμευσε καλά τα χείλη
(φυλακή νοός και πύλη).

Ληροκόπ'ιδεολόγοι
'σε ανώγι και κατώγι
για κλωτσομπουνίδια
(όλο ίδια και τα ίδια).

Ξυλοκόπος πατσαούρας
'στο Pc καταχωμένος
με μουσάκι αστοιχείωτος
(ο βίος έγινεν αβίωτος).

''Ό,τι νά 'ναι.'',λέει.
Με α-χρήστων τα πειράματα
μην περιμένης θάματα
(φτύσ'τους 'στο L.A.).

Κηποδενδρύλλια κοινωνικά,
γελώντας οι μαλάκες
μέτα μουσικής κανονικά
μαστούρια(για τις τράκες).

Ας γελάσουν τα χαζάδια.
Τι,εσένα,νοιάζει τώρα;
Μια σαλάττα για την ώρα.
Άβυσσος μες 'στα κουράδια.

Δυσκίνητοι,για πίτες,
'ρύζια βόδια ολικής,
τηγάνια και μαρμίτες
γνώσεως της εποχής.

Δεν ήτανε για 'σένα όλ'αυτά.
Με νεοέλληνες τι θα γνωρίσης
πράγματι,πανέτοιμος να λύσης
τα ποδήλατα με τα κρουστά;

Άλλο,πλέον,δε σου γράφω
μπανιστήρ'του υπναρά
που έκαμε μαγκιά
με χρήμα του μπαμπά
-στραβώνει,Γεωγράφο.

Μπαστάρδια 'στις πορείες
για τις εύσωμες κυρίες.
Χωριατόπουλα 'στη μόδα
μες 'στα κάλλη και τα ρόδα.

Ψιψινέλ,σκυλίτσες,
πορτοκάλια και Μηλίτσες.
Φάγε,τώρα,τις φακές
και άλλο τίποτε μη λες.

Κάνε βόλτες μες 'στη Χώρα
πριν σε πιάση,πάλι,μπόρα.
Κλείσε και το 'σπίτι.
Πέτα σα σπουργίτι.

Αυτοδιαχειρίσεως πιπούλες
που 'μυρίστηκαν μανούλες.
Βαρυκίνητοι κι'οι δύο,
έτοιμοι για παλαιοπωλείο.

Κόψε τα κλαδιά.
Τα ξηρανθέντα ρίπτε
με τας χείρας(νίπτε)
κ'έρημο καρδιά.

ΑΦΕΣ ΜΟΙ,ΑΥΤΟΙΣ,ΕΛΘΕ(ΚΑΙ 'ΒΡΕΣ ΚΑΙ ΠΙΑΣΕ Μ'ΙΦ ΓΙΟΥ...ΚΑΝ ΚΑΙ DONE/ΝΤΑΝ/DAN..!)

'Ξέμεινα να σε κοιτώ,
παρθένα μου,Εσύ,κορούλα.
'Στο αυτί σε ακουμπώ
(επήγες έγινες μια τσούλα).

Ήπιες Jack,γερνώντας,ξεροσφύρι
και σου έφερα και δεύτερο μπουκάλι
για να σε μεθύσω μες 'στο σιμιγδάλι,
παρακολουθώντας τη Λαμπίρη.

'Ζήλεψα μια δοξασία,
είχα υπνηλία,
έφραξα το δρόμο
για μια τροχονόμο.

Πάρε Π(π)ίτσα
'Ζύγι(α)σα μιαν ασχημούλα,
επιμέτρησα τη μοντελίτσα,
ήμουν θειος,κοντά 'στη Λίτσα,
έμοιαζα με φαταούλα.

'Στην ευρύνοια για μια ζωή
αφηρημένη(χάζι)'στη σιωπή.
Έκαναν το θόρυβο
και παίζω,τώρα,Κόροιβο.

Γιορδανία,Υεμένη,
πλέον,τι σου απομένει;
Με πετρέλαια(Qatar)
για μπίζνες με ταγάρ'.

Με χρυσοσαυροχελιδονόψαρα και μανδραγόρα,
χελωνάκια,πύθωνες 'σε ορνιθώνες-'δές την ώρα-,
'πούλησα το Τζάμπα,
έκαψα και λάμπα
'στην αλάνα με 'μικρούλα
που την είχα για σακκούλα.

Φόρα tigr σταυρό
να 'δούνε μες 'στα ξένα όλοι
πόσο σ'αγαπώ
που 'γίναμε βρακί και κώλοι.

Λάμα mi'amore Duo-r(R)ex με των 1 μες 'στη 'μέρα
'Πληγωμένη σου αγάπη
(γοητεύεσαι με Λιάπη).
'Θεριευμένη απορία
το αν θά 'ρθω με τη μ(Μ-)ία.

Μεταξύ κομμάτων
'ξέφτισε το χρώμα
με χυμό 'στο δώμα
των Πεισιθανάτων.

Μία servis-5 νοματαίοι
Δεν σου έκρυβα προψές πως τώρα ελκυόμουν
να χοροπηδάς εκεί που 'ξέρεις
μα κ'εγώ σα Διόνυσος και Πέρρης
να γλεντοκοπώ που άλλο δεν ονειρευόμουν.

Άπατη,'ξανά,θα πάς.
Εκεί,τι κουβαλάς;
Ενοχική χασ(τ)ούρα
Ήρωα(με Γκούρα).

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Άγνωστο,προς Άγνωστο Θεό και για μιαν Άγνωστη(επαίτισσ'αδιαθέτησα)

The Dark side of Thunder.
You maybe,now,wonder,
feeling I 'm over here
so far away an' so near.

Πλήρης ημερών αρχαίων.
'Δεσμευμένος με μια βέρα.
Κι'απαθής την κάθε 'μέρα
των Γενναίων και Ωραίων.

Τα όνειρά μου 'ζήλευσες
(δεν ήμουνα για 'σένα).
Μείνε με τη Henna
και το γκόμενο που 'σκύλευσες.

'Σε ιδεοληψίες 'βυθισμένοι
μ'ένα κέρμα(η Corona),
πονηρή,'μικρή,κοκόνα
με εικόνες 'σαπισμένοι.

Ήταν οι ποιήτριες πολλές,
θεούσες άλλες τόσες
μες 'στις συνιστώσες,
άγριες μαιτρέσσες με τιμές.

Θελήσεως η πρέσβειρα καλής
λαμπόγυαλο,νισάφι,πια,
με(πόσα;)γάτες και σκυλιά,
'παγιωμένος και πανευτυχής.

Γιακωβίνες και Βενεδικτίνες,
τάγματα του Εωσφόρου,
μες 'στα όρια Συνόρου,
να λατρεύωνται σαν Πάπισσες(κ'Εκείνες).

Σ'έθελξαν τα ζώ'απ'οίκω.
Δε με άγγιξες ποτέ.
Δεν είχα τι να 'πώ,το Ναι
σου πρόσχημα('στο Νίκο).

γγο
Την αποπληξία σου παράδωσε 'στον άλλο
που θα 'βρης,'περήφανος,από εκεί,να σε τα'ί'ζη
και το στρώμα με γαρύφαλλα να το στολίζη
άτσαλα χωρίς να σε γνωρίζη(προς το Ζάλο').

Έλα και τα λέμε(άκου
τη φωνή του Δράκου
και μετά κατ'οφθαλμό δε θα με 'ξαναδής
παρέα με το σύντροφον Αυριανής).