Έφευγα(σου 'φώναζα το ''Μείνε.'').
Λόγια δε 'χρειάστηκα ποτέ.
Περιπλανιόμουν μες 'στις ερημιές
χωρίς να σου ζητήσω κάτι 'χθές
που ήσουν 'μεθυσμένη(Μούσα γίνε),
καιομένη για Ο.Τ.Ε.
Ήσουνα κρυφοπουτάνα
(δεν παρεξηγούσα)
με μια μπάλα 'στην αλάνα
και σε 'κυνηγούσα.
Ο μακάκας 'ζήλευε
και φίλους 'φίλευε,
διασήμων ο οικοδεσπότης
(δυο παππάδες κ'ένας πότης).
'Σε μπαρς και 'σε κλαμπάκια
έβλεπα την Παναγιά 'μπροστά μου
μα 'προτίμησες με δυο παγάκια
να ραγίσης τόσον την καρδιά μου.
Μην 'ξανάρθης και Αντίο.
Άχρηστη και αναλώσιμη.
Με την ανάπτυξη βιώσιμη.
Αμάξι πάρε ή το πλοίο.
Δεν ασχολήθηκα 'στα σοβαρά
μα ερωτεύθηκα πολύ 'νωρίς,
αγγίζοντας τα όρια της γης,
εκπίπτοντας νυνί 'στην αγκαλιά.
'Φλογισμένος τέτοιος έρως,
παγερά τα φύλλα,
πότε νέος πότε γέρος,
Χάρυβδις με Σκύλλα.
Ήθελες να μάθης περισσότερα.
Και χώρια και μαζί
δεν θα με είχες(εις ανώτερα..!)
παρά τη νιότη και ορμή.
'Πέρασε αργόσυρτα η ώρα
και 'σουρούπωσε χωρίς να 'πης μια λέξη.
Έπρεπε να φύγω τώρ'
αμέσως,ελπίζοντας πως κάποτε θα βρέξη.
Ήσουν τόσο βαρετή.
Για το πεντάλεπτο σε είχα.
'Πιάστηκα 'ξανά 'στο βήχα
και 'ξανάκανες γιορτή.
'Εγραφα για τους θεολογίσκους
και αποζητούσα ποιητές.
Απεχθανόμουν τις κραυγές
που έτρεφαν τους ουρανίσκους.
Σαν όλες,τώρα,μια κι'εσύ.
Ατίθαση και παρδαλή.
Γυρεύοντας το θύμα
για να φτιάξης μνήμα.
Σάρκινη πολύ
με μόνο δώρο μια λαμπάδα
(ήσουν sexy 'στην Ελλάδα..).
Χάσκουσα πληγή.
Μαλακιστήρι'αγορητές,
κοπρίτες τόσοι μες 'στο δρόμο,
αναρχίας υμνητές
που έβαλαν 'μπροστά το νόμο.
'Στόλισες την άψυχη καρδιά σου
με λουλούδια που σου 'θύμισαν το Γιούτσο.
Τώρα,όσο και να 'θές,ο έρωτάς σου
δε με συγκινεί(γαμήσου βάλε μου ν'ακούσω Σούτσο..!)...
Μπάσταρδη,σαβούρα,
σκύψε,πιες τα ούρα
και ποτέ σου μην 'ξαναμιλήσης
(πρέπει να 'ξεχάσης για να ζήσης..).
Με γείτονες μαλάκες
για το γάμο συμπεθέρας
('ξημερώματα Δευτέρας)
μόνος έστηνα τις φάκες.
Ήσουνα παπαδοκόρη
μα κ'εγώ μοναχογιός.
Έρχόταν το βαπόρι,
ο Μεσσίας,ο Θεός.
Σου έλεγα να φυλαχτής
από κακοτοπιές.'Ζητούσες λογισμούς
να κάνω χάρι σου που τους Θεούς
'ξεγέλασαν 'στην πόρτα της 'ντροπής.
Λόγια δε 'χρειάστηκα ποτέ.
Περιπλανιόμουν μες 'στις ερημιές
χωρίς να σου ζητήσω κάτι 'χθές
που ήσουν 'μεθυσμένη(Μούσα γίνε),
καιομένη για Ο.Τ.Ε.
Ήσουνα κρυφοπουτάνα
(δεν παρεξηγούσα)
με μια μπάλα 'στην αλάνα
και σε 'κυνηγούσα.
Ο μακάκας 'ζήλευε
και φίλους 'φίλευε,
διασήμων ο οικοδεσπότης
(δυο παππάδες κ'ένας πότης).
'Σε μπαρς και 'σε κλαμπάκια
έβλεπα την Παναγιά 'μπροστά μου
μα 'προτίμησες με δυο παγάκια
να ραγίσης τόσον την καρδιά μου.
Μην 'ξανάρθης και Αντίο.
Άχρηστη και αναλώσιμη.
Με την ανάπτυξη βιώσιμη.
Αμάξι πάρε ή το πλοίο.
Δεν ασχολήθηκα 'στα σοβαρά
μα ερωτεύθηκα πολύ 'νωρίς,
αγγίζοντας τα όρια της γης,
εκπίπτοντας νυνί 'στην αγκαλιά.
'Φλογισμένος τέτοιος έρως,
παγερά τα φύλλα,
πότε νέος πότε γέρος,
Χάρυβδις με Σκύλλα.
Ήθελες να μάθης περισσότερα.
Και χώρια και μαζί
δεν θα με είχες(εις ανώτερα..!)
παρά τη νιότη και ορμή.
'Πέρασε αργόσυρτα η ώρα
και 'σουρούπωσε χωρίς να 'πης μια λέξη.
Έπρεπε να φύγω τώρ'
αμέσως,ελπίζοντας πως κάποτε θα βρέξη.
Ήσουν τόσο βαρετή.
Για το πεντάλεπτο σε είχα.
'Πιάστηκα 'ξανά 'στο βήχα
και 'ξανάκανες γιορτή.
'Εγραφα για τους θεολογίσκους
και αποζητούσα ποιητές.
Απεχθανόμουν τις κραυγές
που έτρεφαν τους ουρανίσκους.
Σαν όλες,τώρα,μια κι'εσύ.
Ατίθαση και παρδαλή.
Γυρεύοντας το θύμα
για να φτιάξης μνήμα.
Σάρκινη πολύ
με μόνο δώρο μια λαμπάδα
(ήσουν sexy 'στην Ελλάδα..).
Χάσκουσα πληγή.
Μαλακιστήρι'αγορητές,
κοπρίτες τόσοι μες 'στο δρόμο,
αναρχίας υμνητές
που έβαλαν 'μπροστά το νόμο.
'Στόλισες την άψυχη καρδιά σου
με λουλούδια που σου 'θύμισαν το Γιούτσο.
Τώρα,όσο και να 'θές,ο έρωτάς σου
δε με συγκινεί(γαμήσου βάλε μου ν'ακούσω Σούτσο..!)...
Μπάσταρδη,σαβούρα,
σκύψε,πιες τα ούρα
και ποτέ σου μην 'ξαναμιλήσης
(πρέπει να 'ξεχάσης για να ζήσης..).
Με γείτονες μαλάκες
για το γάμο συμπεθέρας
('ξημερώματα Δευτέρας)
μόνος έστηνα τις φάκες.
Ήσουνα παπαδοκόρη
μα κ'εγώ μοναχογιός.
Έρχόταν το βαπόρι,
ο Μεσσίας,ο Θεός.
Σου έλεγα να φυλαχτής
από κακοτοπιές.'Ζητούσες λογισμούς
να κάνω χάρι σου που τους Θεούς
'ξεγέλασαν 'στην πόρτα της 'ντροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου