Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Σπενδοκαρνάβαλος(Οριενταλοοριτζινάλια με Θάλεια και Βάλια)για τους μωρούς,ελαφροδεξιούς,αναρχοδιπολευρυζωνικούς αδένες(nurse's τηλε-στηθοσκόπιον)

'Στο αγαλματίδιο του Βούδδα
έριξα 'περήφανα την α'υ'πνία
πού 'χα φάη με τον Κούδα
πάλι κλείοντας 'στην Παναγούδα
τα λουκούμια(μες 'στα μαγειρεία).

'Καρφιτσωμένος 'στ'όνειρό σου,
οδοντογλυφίδα μου,Εσύ.
Μιαν άλλην έψαχνα(σημερινή)
που να θυμώνη 'στο φευγιό σου.

Ήσουν λαχαν-ώριμη κι'εγώ αγύρτης.
Με περίμενε η πόρτα και ο σύρτης.
Το μέλλον ως τη δόξα διεβλέπετο(δε μου βλεπόσουν..)
κακοχωνεμένες πίπες και δυσοίωνο(θα το ευχόσουν..).

Έβλεπαν καλογριές,
παρέα με θεούσες,
έγυρα 'στις Μούσες
(όταν έχω ακεφιές).

Κρίμα που ανέγνωσες.
'Πετάχτηκα 'στα ύψη
(φλογοβόλου ρίψη).
Ένα δε διέγνωσες.

Ήρθες με 'δικό σου.
'Φόρεσα χαλκούνια και τσιγκέλι,
'χόρευσες,εκεί,με το Μπουρνέλη
για να 'βρης το φως σου.

Sun-scream(και περίμενε).
Το χώρο απολύμαινε
με sign bright μες 'στο -shine
ολοκαίνουργιο design.

Μαλακαντρέας μία ξούρα.
Έβγαινε,ω πολυτάλαντε,
'στην Αταλάντη(μ'ένα Μπαλαούρα)
διασκορπίζοντας(και άλλα ντε..!)...

Χαμήλωνε το φως
και 'δές εδώ αν είμ'εκεί.
Θα σκούξη,πάλι,το γατί
αρπάζοντας το βιος.

Τι να κάνω που δεν θες;
Ανέβα 'στην ταράτσα
(έχει πια μπουνάτσα).
Φεύγουν,έρχοντ'εποχές.

Yupi
Ίδρωσαν οι νότες.
Ρασοφόροι πότες
και αγρίμια 'στη Γουαδελούπη,
καβαλώντας το μεγάλο κιούπι.

Με πολεμοφόδια τες ορτανσίες τα ορτύκια 'ς τον Οντά Μαχα(ν)-ραγιά
Δεχ(ξ/κ)εξακύλινδρος ο κρανοφόρος,
τρίδιπλα τα νεκροσανδαλ-ίδια,
πολυμετωπιαίος του εφ('/-)όρου όρος,
για τη Μάρω Κάρο(Δακτυλίδια).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου