Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

ΑΓΩΝ ΕΣ ΚΝΕΦΑΣ ΖΩιΗΔΟΤΟΥ(συγχώρεσέ μ'επέλεξα και 'βγήκαν άσσοι 'στα μανίκια)

Ετρώθην και υπέφερα
μα πουθενά δεν το ανέφερα.
Και 'δημιούργησα παράδοση
που είχε ταχυτάτη διάδοση.

Μη μου άπτου.Θα με 'δης.
Δεν ήμουν,πλέον,Έλληνας.
'Γινόμουν τ'όραμα στιγμής,
'ντυνόμουν σα φιλέλληνας.

Ό,τι και να 'λές,προσυπογράφω.
Τα εγκλήματά σου παραγράφω
κ'έρχομαι ταχύ κοντά σου
(μείνε με τον έρωτά σου).

Δε μ'ένοιαζες,θεατρι(ο)-Κ(Σ)ούλα.
Και σε είχα 'στο χεράκι.
Έτρωγα το παγωτάκι
μα κι'εσύ ξεκίνα(ΠΟΥΛΑ).

Ενατένιζα μελλοντικές αγάπες
κι'έλυωνα τις σόλες και τις τάπες
με μια λάμπα τρίχρωμη για το κορίτσι
που 'τελούσε βίον έκλυτον,εκεί(Ερμήτσι).

Έτρωγα τσιγάρα,
λαίμαργα 'κοιτούσες,
έκανα ζωάρα,
δε με ακουμπούσες.

Από τα ζείδωρα
'Ζήλευες,αγέρωχη,Εσύ,αργά ή γλή-δο(ω)ρα,
που κάποιαν άλλη,τώρα(σήμα),θα 'ζητούσα
και μες 'στην παλάμη μου θα τη 'δονούσα
πλάι μου να κάτση και να πιη(με τον Πολύδωρα).

Είχες γνώση μόνον κόττας.
Ήμουν κοκκοράκι.
Σού 'δωσα φιλάκι
(είχ'απόθεμα καπότας).

'Θαύμαζα τον Ξενοφώντα
και αργούσες με το Χρήστο.
'Θύμιζες τη L(Π/P)occ(κ)a-χ(H/h)όντα
('γύριζα μια τέτοια τσόντα
ερριμμένος 'στη Ροτόντα
να με βλέπης πώς τη 'βρίσκω
-τώρα μου την έπαιζες 'στο Ξύ/Li(-s)-(')(σ)το..).

Με τις κυλόττες σου 'κοιμόμουν
και 'ξυπνούσα με κορδόνια.
Ήσουν ασπρουλιάρα,σαν τα χιόνια
(κρύα τα νερά-'γδυνόμουν).

Ήθελα τασάκι,
έδινες τα ρέστα.
Ήσουν αλητάκι
(τώρα ψάξε βρέστα).

Με μανία τόση για μια ξύστρα
σ'έβλεπα να παίζης 'στην ορχήστρ'
αλλά και την αλήθεια 'δίσταζες(κομπόστες)
να ομολογήσης πως δε θα με 'δης('ξανά)(και...δώσ'τες..!).

Έγραφα να νιώσης
τι θα πρέπει να πληρώσης
('κερασμένα μια για πάρ-τ-η/part-υ/y
κάθως μού 'βγαινες για σκάρτη).

Πέρι και των δύο
Ιερόδουλος(ντουζένια)
'σε χρυσά και μεταξένια
'σ'ένα null(-ούλ)o μιας καριέρας
'στο απόγιομα της Βέρας.

Λιώμα 'σε ναδίρ.
Εσύ να με κοιτάς.
Ο Ζέφυρος βραδιάς.
Γι'αυτό και Ha siktir.

(')Δα
Τ'αγόρασα για 'σέν'.
Αν-ήδονη που θά 'ρθης,πια.
Εδώ και,τώρα,όλα 'πληρωμένα
'στο καλάμι και με πένα
και γυαλίζοντας την κτένα
με το βλέμμα 'στη φ(Φ)ορά(').

Με γκόμενο και αεράτη
να τον σκίζης 'στη Ducati
και (Polis...) να παρακολουθώ
(αν τον αφήσης τώρα για να 'μπω).

Εμορ-φ((φ))ούλες(όλες)φίλες.
Θα σας ήθελα πολύ.
Δε θα περίμενα ζωή
να τρώγω(άλλες)νίλες.

Τα μούτρα μου τα έσπασα
τη μούρη σου σαν είδα
με μιαν επικαλαμίδα
προς τον Πελοπίδα
(δεν υποχωρώ † απέσπασα).

Τώρα,πλάι,τι 'ζητούσες να μου 'πη(ή)ς;
Πως είμαι,τάχα,ποιητής(ο εραστής);
Και πώς θα μ'έβρισκες.Και τι θα 'λέγαμε.
Σαν κομπο-λόγια(και συνέχεια σας θα 'ψέγαμε).

Έσυρα το τέλος
(έπεσεν ο γέλως)
μα και 'σύ να κάθεσαι ακόμη
να το χαίρεσαι 'στη βρώμη.

Δεν έγραφα για να σε πείσω.
Άλλες ήθελα ν'αφήσω.
Μία σύλληψη,πλησίο,δυο φωνές
να γεύωνται πως άλλο δεν με 'θές.

'Πλήγωσα τον έρωτά σου.
Θα σε 'χώριζα και πάλι.
Μου 'φερνες 'στον ήλιο ζάλη.
Και μια L-una(ζ-άρωμά σου).

Ζηλεύω μί'Αμερικάνα.
Και 'βρισκόμουν À P(p)aris(-i).
'Στο Βέλγιο με Αλβανή
και μία νυμφο-μάνα.

Με Φωτιστικό(Παρίσι).
Δεν επέλεγα(γαμήσι).
Μια ζωή δε διαρκεί
και 'κλείσθηκα 'στη γη.

'Ξοδεύτηκα με 'πουκαμίσα.
Φοβερή και σ'έπιασε μια λύσσα.
Δεν προσέμεν'άπο,τώρα,'σέ(')
να προτιμήσης το γκουρμέ.

Ξέχασέ τες όλες.
Ζήσε μια στιγμή.
Γυρεύουν φόλες.
Ζουν την εποχή.

'Στην Ιαπωνία για κολύμπι
με σταφύλια και για μήλα
όλα 'μαραμένα φύλλα
(πάρ'την εμπροστά και 'μίλα
με Απόλλωνα και Phoebe).

Ερωμένες
'διχασμένες.
Calpicus ουόμο
πλένοντας με O(Ώ)mo.

Καταργήθηκες μα σε αποζητούσε
μια σκιά 'στο φως του δειλινού
που προσπαθείς πνοή να γίνης του Θεού
εκεί που το κλαρίνο αντηχούσε.

Διαλαλούσα ευφυώς πραμάτεια
για ροδόσταυρα εννέα 'μάτια
με τα χείλη 'φλογισμέν'από καιρό
για πέντε γκόμενες με το σταυρό.

Είπες δε θα ζήσης.
Είπα,τότε,δεν αργώ.
Τον καιρό της κρίσης
και 'μιλούσα 'στο βουνό.

Κρουαζιέρα 'στη Μαρίνα.
Με χαρμόσυνη την Ευρυδίκη.
Τώρα έβλεπες το χασοδίκη
που 'πληρώθηκε για μήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου