Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Με (')γει(ι)α(-ά),ῥάππερ και dj

Μωρόσοφοι πολλοί 'στο δρόμο,
περιμένοντας τον ταχυδρόμο
(είχα βάσιμες υπόνοιες
πως 'γεννήθηκαν διχόνοιες).

Ό,τι και να υποκλέψης πάλι,
άδειο πάντοτε θα είναι(ζάλη).
Solo εν τοις πράγμασιν του καρριερίστα
μόλις που κατέβασε Windows Vista.

Πουθενά δε θα με 'βρης.
Θα είμαι είδωλό σου.
Ζήσε τ'όνειρό σου.
Και θα χάσης αν με 'δης.

Έδινα 'στις γκόμενες τον Ποθεινό.
Έψαχνες,απλώς,ταχεί να με γαμήσης.
Ήσουν με τα σκουλαρίκια σου θεά της γης
κ'εγώ το δέντρο φέρνοντας πολύ καρπό.

Μες 'στ'αυγά που μεγαλώνεις
τόσο πρέπει να κρυώνης
και να σκέφτεσαι ''Θα ζήσω
ή χρειάζεται να τες αφήσω;''.

Μ'έψαχναν τα κοριτσάκια.
Και 'πηδούσες τη φοιτήτρια.
'Τελείωσαν τα παιχνιδάκια.
Πώλησε τα καροτσάκια,
λέω,πάρε Οδηγήτρια.

Έβλεπες κατάματα το Χάρο.
Κατακλέβοντας το μηχανάκι.
Ποιο λουλούδι,τώρα,να σου πάρω;
Γίνε άγγελος ή διαβολάκι.

'Φύσηξε Βοριάς
'στα γκρίζα σου μαλλιά
εκεί που εφορμάς
κουνώντας τα κλειδιά.

Επέστρεψα 'στον εαυτό.
Και με ακούς,τον κτύπο.
Φεύγω,τώρα,πια και ζω.
Και τώρα μόνο λείπω.

Ποτέ δε θ'αγαπούσα.
Δεν τους ήθελα τους φίλους.
Με σκιές που 'κυνηγούσα.
'ρδεύοντας και άλεθα τους μύλους.

Ήθελα να σε πονέσω
για να νιώσω,πλέον,πως μ'εγκαταλείπεις
μια για πάντα για να δέσω
έρωτες 'στα χέρια και τα πάθη χαρμολύπης.

Ήθελα να εξορίσω
μια για πάντα την αγάπη,
να σου 'πω δε θα γυρίσω,
να χρυσώσω και το χάπι.

Τράβα και μαμήσου να το σώσης.
Λάβα το φιλί σου σα θα χώσης,
όπου δε σε σπέρνουν,πάλι,μύτη,
καταφεύγοντας,αργά,την Τρίτη.

Δυο πουτάνες 'σε μια μαιζονέττα.
Τέσσερεις κωλόγριες με μια τρομπέτα.
Είδα και απόειδα ν'απαλλαγώ
από δεσμά που έφεραν τον εμετό.

Ήταν η σιωπή σου,τώρα,θησαυρός,
τα χείλη μου αυτά σαν τα 'δικά σου,
'πορευόμουν όλος μες 'στο φως,
διαλέγοντας και μπεκροπίνοντας κοντά σου.

Δεν είχα όνομα,ταυτότητα
μα κάτι,πλέον,σού 'λεγε πως
θα 'χανόσουν μέσα μου σαφώς
με τέτοια περισσή αβρότητα.

Έκλεβα νυχθήμερα τα όνειρά σου
τώρα πως θα ήθελες 'στο πλάι
σου να με κρατήσης μ'ένα σπετζοφάι,
έτοιμος για να ριχτώ 'στην αγκαλιά σου.

Δεν είχα,πάλι,λόγο.
Μ'έβλεπες εκεί παντού.
Το έριξα 'στον τζόγο
(επιτρέποντος καιρού).

Έγραψα για 'σένα
με σειρά τον πόθο.
Πετεινός με πένα
γύρω σου να κλώθω.

Μόνος κι'έρημος,'ξανά,με τα φτερά σου,
άπελπις σαν οδοιπόρος και διαβάτης,
έτρεχα να πέσω μες 'στην αγκαλιά σου,
γνώριμος πιστός(προάστιο μιας Άτης).

Έβλεπες 'μπροστά σου
τα 'χαμένα όνειρά σου.
Είχα δίπλα μου αριστοκράτισσα
που τόσον πρόωρα 'παράτησα.

Ήθελα να εκστομίσω
τελευταίο bye.
Δε 'μπορούσα να το ζήσω.
Και περίμενα το Μάη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου