Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Δι-ομολογήσεις ασημαντοτήτων κόσμου-Ἐς αὔριον(εγώ)

Δε μ'ενδιέφερε να σ'έχω.
Μόνον ήθελα να σε κατέχω.
Δε 'μπορούσες να το εξηγήσης
και καλύτερα να με αφήσης.

'Μπλέχτηκες με οργανώσεις
που σε ήθελαν σκυλάκι.
Με το ερυθρό γοβάκι
πρόσεξε να ξεχρεώσης.

Εισέβαλε ο Χρόνος
κ'έμεινα και πάλι μόνος.
Χρήμα έρεε μες 'στα μπατζάκια
για δυο 'στην Πλατεία κοριτσάκια.

Στάκτες και αποκα'ί'δια
(έβγαλα και αντικλείδια).
Όλα τα πετώ,ευθύς,εδώ.
Σου γράφω και σε χαιρετώ.

Δε 'μπορούσες,πλέον,να γεννήσης νου.
Παρέμεν'αθλοφόρος των σημείων
'στα κατώφλια των 'σπιτιών και των μνημείων
με την 'πληγωμένη μου κραυγή βουνού.

Πόλεμος για αίσχη.
('στην αερολέσχη).
Πουθενά δε θα με 'βρης
(και πήγαινε να κοιμηθής).

Περιστέρες,χελιδόνες
έρημες και τόσο μόνες.
Αηδόνια και σπουργίτια
εμμανή με beatια.

Άσε τα κουτσομπολιά
και 'πέ μου,επιτέλους,πια,τι 'θέ.
Πετώ και τα 'γυαλιά
και κάνε πως θα μ'έχης,πως με και/μ'ένα ''Και''.

Συγκεντρώσου 'στο ψητό.
Και πέρνα 'στο ζουμί.
Δε θα 'δινό-μουνα ποτέ
(και ας με ήθελες κεφτέ).

'Στην αντεπίθεση για μια ζωή
που έκλεισα καλά μες 'στο χαρτί
να μη λερώση τώρα και χαθή
(πανέτοιμος απλώς για να πλυθή).

Κοτούλες 'στον περίβολο
ναού το χώρο
(ύπο έναν όρο..).
Κομψοτέχνημα ευθύβολο.

Σου είπα θα σου γράψω.
Το κο(υ)στούμι μου θα ράψω
για να έλθης να με 'δης
χωρίς ν'αγγίζης.Της στιγμής.

Ήσουν 'φοβισμένη και δειλή.
Και δε θα έβγαινα ποτέ 'ξανά.
Εξέμεσα μιαν ώχρα ταπεινά,
με 'φώναζες κυπάρισσε,κορμί.

Άκυρα τα προηγούμενα.
Εκόντευσα να κάνω λάθος
και να πέσω,πάλι,μες 'στο πάθος.
Χτύπων αφηγούμενα.

'Μίκρυναν τα γράμματα
και πρέπει,τώρα,να σε κλείσω.
Άλλο δεν το κάνω('μπρός και 'πίσω).
Γέλια μα και κλάματα.

Μόνον ήθελα:να σου εξιστορήσω.
Πώς αλυσοδέθηκα με καθωσπρέπει λέξεις.
Εσωτερικεύοντας τα είδωλα,τις έξεις
κάποτε που,τώρα,πρέπει ν'απορήσω.

Σ'έθελξεν εκεί,ο πάππος.
Νέο το μουτράκι.
Δήθεν ήσουνα και κάπως.
Με λεπτό,χεράκι.

Σ'έβλεπαν καλογριές.
Σε 'διάβαζαν οι εποχές
αντίστροφες και 'μετρημένες,
φωτεινές και,πάλι,σκοτεινές,
ανθοφορούσες και 'καβαλημένες.

Έριξα μια ντουφεκιά
κοντά σου θά 'χης πάντα
με Πετρώματα και Prada
με α(γ)έρα 'στα πανιά.

Ανήρτησα καινούργια
('δέσποζε το Γιούργια).
Έκαψα πολύ,εδώ,τα παλαιά
τη νιότη να χαρίσω και χαρά.

Ζήσε 'στο κουτί.
Αποφασίζω.'Βγαίνω.
Πάλλεται και υπομένω.
Άδειασε τη γη.

Λόγοι εκπιπτόντων σου κοσμο-ειδώλων.
Ερωτεύθηκα,με μια ρακή,τον Άνδρα
που,επί Οδού,'βρισκόταν,τώρα(Φλάνδρα)
με λιθάρια,χάντρες και κοχύλια(σβώλων).

'Χάλασα μανέστρα.
'Πήγα και 'στη χέστρα.
'Τύλιξα κρεμάστρα
και σου έκανα χαλάστρα.

Συγκρατήσου.Μην ακούς.
'Στον άντρα σου εκεί.
Ανάκατα,χωρίς πνοή.
Αφελεστάτους οδηγούς.

'Πήρα ό,τι 'βρήκα.
Έλα,τώρα,να με 'βρης.
Ήμουνα 'στην κλίκα.
Φρούτο άλλης εποχής.

Μαζί μου θα 'πεθάνης.
Μην ελπίζεις,πια,για 'μένα.
Διασκέδασέ το και θα γιάν(ν)ης.
Μείν',εκεί,'στα 'ξεχασμένα.
'Σπίτια μας ερειπωμένα.
'Σε αμμόλοφο 'χτισμένα.
Spicy ερημο-(')'μ(')έ(Έ)να.

'Στον Αίολο
'Γαμημένες,πάλι,σκρόφες
που αρέσκονται 'στες μπλόφες,
κρυφακούγοντας και μουρμουρίζοντας
με Κεραυνό και Αστραπή,μαντήλι ανεμίζοντας..

Με κουνούπι και για σκνίπα(λόγια που δεν είπα τρώγοντας τουλίπα δίχως τσίπα μες 'στην πίπα και τις τσίμπλες για τις ντρίμπλες..)
Έκανες την ακτινογραφία.
Μείν',εκεί,μην το κουνήσης ρούπι.
'Φτιάχτηκα για Μεγαλοκυρία
των Βορείων που θα μ'έβλεπεν ως Puppy.

Ολόκληρης
Εν τοις πράγμασιν και τοις αιώσι
τα μουνιά του να μου παραδώση
και σαν κέντρο κόσμου,ομφαλός της γης
τα ρούχα του να σου φορέσω της Ζωής.

Κράτησε αυτό που θες
και δώσε μου τον κάλαθο
για να το ρίξω 'στον ασπάλαθο
για μιαν αγάπη Κυριακές.

Μυρίζεται-ξυρίζεται-σκοτίζεται
Με μιας νταρντάνας τα παντέρημα καπούλια
και μ'ενός μελετηρού τη φευγαλέα γνώση
που,ευελπιστώντας,τους ανθρώπους θα ενώση,
τώρα με Δεσπότη που δωρίζεται 'στην πούλια.

ΤΡΙΑΝΤΑΡΙΖΟΝΤΑΣ.
ΕΥΛΟΓΗΣΟΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου