Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Ασπασία και Σωκράτης μ'ένα τέκνο καρπερό

'Κοιτούσα το ρολόι,
έπαιζα και κομπολόι'
χάραμα(δε 'φάνηκες ποτέ)
με λόγια 'μετρημένα
(όσα χρείαν έχω
ούτε πόσα έχεις ή ποια είσαι
ή αν αγαπάς σκιά ή με αρνείσαι
όσο με τα χίλι'απέχω
με τα χείλη 'φλογισμένα).

Τίποτε δεν είχα πράγματι ανάγκη
να σου 'πω ευθύς χωρίς να θίξω
τον 'κρυμμένο σου εγωισμό και να προσμίξω
νότες και αρώματα 'ς της Σαμαριάς Φαράγγι.

Ενεπλάκην 'σε μια περιπέτεια
που τελειωμό και την αρχή
δεν είχε,πέφτοντας από τη γη
ανόητα(χωρίς προπέτεια).

Καθέτως και οριζοντίως
'βάφτηκα 'στα μαύρα
τρέφοντας τη σαύρα
μαρτυρώντας νόθος βίος.

'Σάπισαν τα φύλλα τ'ουρανού,
'πάγωσε το βλέμμα του ωκεανού
κ'εσύ εντός του να βουτήξης τώρα
να χαθής που είναι τέτοια και η ώρα..

Δεν αισθάνθηκα σχεδόν ποτέ
ανάγκη να σε 'δω
('βρισκόμουν 'στο χωριό
και σώσε με 'ψιθύριζα γιατρέ..!).

Συνήθισα να σου φωνάζω ''Άκου.''.
Σκάψ',εκεί,βαθειά,'σε όρυγμα του λάκκου
για να 'βρης αδάμαντες και μαργαρίτες
πλάι 'σε 'ξενύχτηδες και με αλήτες.

Κτυπά η φλέβα
και δονείται η καρδιά
με λεκ,για λέβα
που μαγεύουν τη βραδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου