Επίμονες οι ερωταποκρίσεις,
λόφων και ορέων αντηχήσεις,
για παραμυθιού καρριέρα,
'τυφλωμένη πάντα την ημέρα.
Έλεγα θ'αρχίσω εκ του μηδενός.
Ποτέ και τίποτα δε 'γέννησα,πια,
σα 'στανόμουν τόσον εκτυφλωτικός
που μ'άφησες για να γυρνάς 'στα μαγαζιά.
'Πεταμένος με μια μπλούζα
πίνοντας με τσίπουρα και ούζα
'στην υγεία μιας αστής,εκεί,βλαχάρας
πού 'χε 'μάτια μιας ερήμου,της Σαχάρας.
Ήταν οι πουτάνες ζηλευτές,
τα κοριτσάκια τόσο 'λίγα.
'Ζούσα,τώρα,μόνο με το 'χθές
εκεί που ήρθα(και πού 'πήγα;).
Με ναζάκια για γατούλα,
μες 'στο μπάνιο με τιγράκι,
για μια μα'ι'μού 'στη ζούλα,
μακριά σου έκανα part-άκι.
'Κοίταξε να 'μπης 'στην ιστορία
σαν ανύπαρκτη,'χαμένη,
μες 'στα πλούτη τόσο ξένη,
τραγική και κακογαμημένη
'βγαίνοντας σαν ώριμη κυρία.
Δεν θα μ'έπειθες 'ξανά.
'Ντυνόμουν μες 'στα μαύρα.
Έφευγα για τη Μεγίστη Λαύρα.
Με τ'αγγούρια 'στα σκατά.
Τα λόγια σου δε με αγγίζουν
όσο και να σε αρωματίζουν
καλλιτέχνες τόξου τ'ουρανίου
μες 'στο φως εκλάμποντος ηλίου.
Δεν ήθελα να μάθης.
Ό,τι,τώρα,και να πάθης
δε μ'ενδιαφέρει.Γεια σου και χαρά.
Γεράκι βάλε,μόνο,'στα πανιά.
Έψαχνες για είδωλα επί των ώτων.
Σου 'ξερνούσα μόνο στάχτες και χολή.
Δαφνόφυλλα μιας επετείου Φώτων
που σιγόβραζαν(να καίουν..)αυθωρί.
Έκραζα ''Κορύφωσε 'μπροστά μου.''.
Δεν σε ήθελα μα μ'έδενε λαιμός.
Γι'αυτό και συντονίσου,άκουσε τα βογγητά μου
(Λέων της Νεμέας),έρχεται ο βρυχηθμός.
Διασκέδασε με φίλους πάλι.
Είσαι τόσο,πλέον,τιποτένια.
Τράβα και γαμήσου με τη Φένια
που αδειάζει το μπουκάλι.
'Φορούσες και σταυρό(αλάνθαστο αλλά πορνίδιο).
Τριγύρνα,τώρα,με τον Άρι
'στο εξοχικό σαν προεκλογική καμπάνια.
Και σταμάτα να μου φτιάχνεσαι με τη σαμπάνια,
να καρφώνεσαι με βάρη
και σκληρούς κοιλιακούς του(εύηθες γρα'ύ'διο..!)!
Ο έρωτάς σου τόσο ξένος.
'Πάγωνα και 'στην ιδέα.
Δεν περίμενα πηγαία
να φανής(ο άντρας σου ο Ρένος..!).
Αντίπαλες οι λέξεις
'βρήκαν,τώρα,χορηγό.
'Νωρίς να πας να τρέξης
να γνωρίσης το χωριό.
'Σβήστηκες από το κινητό.
Ακόμη τώρα και περιγελώ.
Ενώπιον τα είχες όλα
μα 'κολλούσες 'στην κονσόλα.
Κρίμα που σε 'πόθησα.
Κακήν-κακώς και όπως-όπως.
Την καρδιά εξώθησα.
Ιδρώς και τσάμπα τόσος κόπος.
Προσπαθούσα να σταθώ
αλλά εσύ 'πετούσες πέρα
'στην ανάμνηση πως ζω
κοντά σου,βάζοντας τη βέρα.
Έπαιζα 'στη χλόη
και 'καλλιεργούσ'αλόη
με παιδάκια για παράσημα
που αίφνης 'φόρεσαν τα διάσημα.
Δεν ήσουνα για 'μένα.
Και ποτέ δε θα 'μιλούσα.
Φόρεσέ τα για καθένα
που θα 'βρης 'στα Σούσα.
Έπιπλα 'πουλούσες
και περίπτερο κατείχες.
Μί,ακόμη(τόσες τρίχες).
Όλο κάτι θα 'τσιμπούσες.
Δε σου 'ζήτησα ποτέ να μ'αγαπήσης.
Δεν σε είχα και ποτέ για να σου δώσω
την ψυχή,το σώμα,ό,τι άλλο 'θές,
ενατενίζοντας το σήμερα και 'χθές.
Σου 'ζητούσα να μ'αφήσης,
σκύλλα,βρώμα και 'ξεφτιλισμένη.
Φύγε τώρα για να ζήσης
μακριά μου,κοσμογυρισμένη.
Θεατές
'Ξερνούσα τα εσώψυχά μου
για ραμφίζοντα 'μικροαστό
π'ουδέποτε ακροατές,
εκεί,δε 'βρήκε,'στις Ερμές..
Γη
Με κρασί αθάνατο 'στα χείλη
'στα γαλαζοπράσινά σου 'μάτια
είχα να σου δώσω τα κομμάτια
'στο χωριό που 'γύρισα(Στρογγύλη).
'Κοιλοπονούσα
και 'βογκούσες.
Δεν αργούσα.
Μου 'ζητούσες.
Για τον και μες 'στον ορυμαγδό του οχετού μου
'Ψάρευα την κόρη
που 'τραβούσε ζόρι.
Ένοιωσα το γιο
'μπρός 'σ'ένα χωρατό.
Ένας Πάρις κ'ένας Μπάμπης
έγιναν ο Χαραλάμπης.
Τά 'φερε ζωή
να ψέλνω την οργή.
Πανδημία επιδημική
Πορνοκαθηγητάκος και ζωώδης
απαιτώντας τόσα κεφαλαία
γράμματα με περικεφαλαία
με το φίλο του,γλοιώδης και λοιμώδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου