Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Πληρωθέντα και καταβληθέντ'αχρεωστήτως-It happens suddenly(Close the bat behind the rat)

Βαρύτητα υπό του μηδενός.
Με Φαρενάιτ ή βαθμούς Κελσίου.
Μ'ένα Λόγο μνημειώδη του Λυσίου.
Για τα 'μάτια πού 'χασαν το φως.

Πάρε τον επίπεδο
ανέβα κατηφόρα
(έρχομαι 'ξανά και τώρα
να με 'δης 'στο γήπεδο).

Έπινα μα δε 'μεθούσα.
'Γύριζες κι'εγώ 'γελούσα.
Έσταζα το Θούριο των Βαλκανίων.
Τά 'βαζα με τα Οράματα Θηρίων.

Έψαχνα τη λύση να σε φτύσω.
'Δώ επιλογές και 'κεί δεν είχα
μα δεν έκοβα το βήχα
όλα τα μουνιά να 'ντύσω.

'Πέταξα 'στη Λακωνία
μα δεν άγγιξα καμμία.
Ήρθ'από την Καλαμάτα
και τα έκανα σαλάττα.

Τότε 'μίσησα τους ξένους.
Ένα έγινα μ'αυτούς.
Τον ήχο άκου της Αργούς
που δένει τους ερωτευμένους.

Μην ακούς ποτέ τα Σύνορα
και δείπνησε με τον Αγήνορα
που το καλό σου πάντα 'δώθε 'θέλει,
πάντ'αποζητεί,γεμάτος μέλι.

'Μαζεύτηκαν οι οπαδοί.
Της Θύρας 13.
'Κούφαναν 'ξανά τη γη.
Μετρώντας για Κυρία.

Tranc(s)ίδια 'στη διαπασών.
'Μπρός 'στα Κορίτσια της Ζωής.
Με τον αγέρα μια ουράνιας πυγμής.
Ψυχή 'ζητούσα πάλαι κ'εκποδών.

Γάμησε τα σήματα.
Και σκίσε τόσον τα χαρτιά τους.
Ζώντας μες 'στα μνήματα.
Πτυχία στείλε 'στην πυρά τους.

Έγραφα και δίχως,πάλι,τα ψιμύθια.
Ζωή μες 'στα κοτόπουλα και κουτορνίθια
που 'περνούσαν τόσες αλαφρότητες πεζή,
σκατοχωριάτες όλοι,νάρκισσοι και νεοσσοί.

Υπερπήδα τα φαράγγια
τράβα μάζεψε σπαράγγια
και τον ήλιο 'δέ να γέρνη
και νεώτατες ακτίνες παίρνει.

Άκουγες το Staχυ Μπόι.
'Νόμιζες πως θα 'γαμούσες.
Με τις Άλλες 'γύριζα,τις Μούσες,
όργωνα(παρέθετα)το Storia Toy.

Τάιζα τις σάρκες.
Και 'πατούσα νάρκες.
Και αγόρασα και 'πώλησα.
'Στολίσθηκα και 'στόλισα.

Αφοπλισμού λαβή
για πλέρια ενοχή
με βότανα και με ματζούνια
(πέφτοντας για δόξα με τα μπούνια).

Μ'ένα Μακρυγιάννη 'στη μασχάλη.
Μεθεόρτια,γνωρίζοντας μιαν Άλλη.
Λήθη τώρα και για ύπνο(πέσε!)πάλι
μ'ένα διάφανο ποτήρι 'στην αγκάλη.

'Κράτησα να 'δης καλά
τη λύπη και χαρά
που είχα για να 'πω
με ζωντανό-νεκρό.

Επιστρέφοντας από τα ξένα
για να συναντήσης τον Κανένα
και το στρώμα σου με ροδοπέταλα να βρέξη
συγκεντρώνοντας κραυγές τις πλάστρες για να τρέξη..

Άνοιξα καπάκι,
έβγαλες μανιωδώς φελλό,
για ένα γκομενάκι
που με ήθελε με το στανιό.

Δε 'μπορούσα,πλέον,να υποσχεθώ.
'Μπορούσες μόνο να διαβάσης.
Κοίταξε να ησυχάσης
και τον αληθή να 'βρης σου εαυτό.

'Βρέ το γκόμενο που σου αξίζει.
Πιε τρεχούμενο νερό.
Με ύαλο ή πλαστικό.
Δε 'γούσταρα 'δικός σου να με 'βρίζη.

'Ρίχτηκες 'στην κόκα.
Έπινα καφέ με μόκα.
Θέλγητρα(δε θα 'μπορούσες..).
Μ'έλκυθρα(ομολογούσες!).

'Φτιαγμένη 'γύριζες 'στους δρόμους
εμπλεκόμενη με νόμους
που σε ήθελαν δουλάρα
για να χώνεσαι 'στα Ζάρα.

Μεστός χαιρετισμός
με 'μάτια τόσα φλογοβόλα,
επουράνιος σοφός
για μια 'ψηλή και χοντροκώλα.

'Χώρισα.Δεν έψαξα.Με 'βρήκες.
Έτρωγαν τα σωθικά σου σφήκες,
κόρακες,ιέρακες και τσαλαπετεινοί
και άλλα είδη(Προμηθέως κόρες και υιοί).

Φεύγοντας από τις Συμπληγάδες,
βάζοντας πολλές μπουγάδες
με τους ψυχιάτρους και παππάδες
που 'ζητούσαν άσπρους αραπάδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου